Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

O ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΠ. ΤΣΙΜΑΡΑΤΟΣ (1874-1954) ΩΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΤΗΣ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ



 Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Συνδέσμου Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης 
Κυμοθόη, τχ. 14-15 (Σεπτέμβρης 2005), σσ. 203-220.



Ο Ευάγγελος Σπ. Τσιμαράτος γεννήθηκε το 1874 στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς και πέθανε το 1954 στην Αθήνα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Κεφαλονιά και την Αθήνα. Παράλληλα με την άσκηση των εκπαι­δευτικών του καθηκόντων αφιέρωσε τις πνευματικές του δυνάμεις στη μελέτη και τη συγγραφή ιστορικών κυρίως και φιλολογικών δοκιμίων και μονογραφιών. Ταυτό­χρονα, ήταν παρών σε όλες σχεδόν τις εθνικές, θρησκευτικές και κοινω­νικές εκδηλώ­σεις της τοπικής κοινωνίας της Κεφαλονιάς και ειδικότερα του Ληξου­ριού, όπου έζησε και εργάσθηκε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του.

Ως εκπαιδευτικός λειτουργός

Δίδαξε κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής του σταδιοδρομίας (1899 – 1933)(1) τη μεγαλύτερη περίοδο στο Ελληνικό Σχολείο και το Πετρίτσειο Γυμνάσιο Ληξουριού και ελάχιστα σχολικά έτη στο Ελληνικό Σχολείο Μεσοβουνιών Ερίσου και Βαλτών περιοχής Ελειού. Σε όλα αυτά τα σχολεία χρημάτισε κάποιες χρονικές εποχές Διευθυ­ντής.(2) Κατά την περίοδο της συνταξιοδότησής τους εργάσθηκε για δέκα περίπου χρό­νια στην Αθήνα, στο ιδιωτικό σχολείο των αδελφών Καβαλλιεράτου, την «Ιόνιο Σχολή». Από τη θέση του Διευθυντή στις σχολικές μονάδες της Κεφαλονιάς προσπα­θούσε στο πλαίσιο πάντοτε των δυνατοτήτων, που η ισχύουσα νομοθεσία καθόριζε, να βελτιώσει το σχολικό χώρο, να καλύψει ανάγκες της υλικοτεχνικής υποδομής, να προσδώσει εύρυθμη λειτουργία στο σχολείο, να συνεργασθεί με το εκπαιδευτικό προ­σωπικό και τους γονείς, να ανοίξει το σχολείο στην κοινωνία μέσα από ποικίλες ενέρ­γειες και εκδηλώσεις, να μεταδώσει στους μαθητές την έφεση προς τη μελέτη και την αγάπη προς τους συνανθρώπους τους, την πατρίδα, τη θρησκεία και την εργασία.(3)
Ως εκπαιδευτικός λειτουργός ο Ευ. Τσιμαράτος διακρινόταν για τρεις βασικές αρετές, οι οποίες καταξιώνουν την έννοια αυτού του λειτουργήματος: διέθετε πλούσια επιστημονική κατάρτιση – γι’ αυτήν θα μιλήσουμε παρακάτω, όταν θα αναφερθούμε στο συγγραφικό του έργο – διακρινόταν για το λαμπρό παιδαγωγικό του ήθος και ξε­χώριζε για την προσήλωσή του στο καθήκον. Αυτά προκύ­πτουν μέσα από τη μελέτη των «Καταλοίπων» των χειρογράφων του και ειδικό­τερα των ομιλιών του εκπαιδευτι­κού και παιδαγωγικού χαρακτήρα προς γο­νείς και μα­θητές, αλλά και από μαρτυρίες μαθητών του, συναδέλφων και συμπολιτών του.
Αξίζει να καταγράψουμε τις θέσεις του για την εκπαίδευση και τον εκπαιδευ­τικό και τις παιδαγωγικές του αντιλήψεις. Σκοπός του σχολείου, κατά την άποψή του, δεν είναι μόνο η με­τάδοση γνώσεων στο μαθητή, αλλά ταυτόχρονα και η ηθική καλ­λιέργεια του νέου αν­θρώπου, ώστε να αποκτήσει την ικανότητα «του εναρέτως σκέ­πτεσθαι και πράτ­τειν».(4) Υποστήριζε, άλλωστε, ότι «πλήρης και τελεία» παιδεία είναι «η αναπτύσ­σουσα και διαμορφούσα νουν και καρδίαν».(5) Για να πετύχει, όμως, ο σκοπός του σχολείου πρέπει να συνεργασθούν γονείς, εκπαιδευτικοί και μαθητές, οι οποίοι, στο πλαίσιο αμοιβαίας αγάπης, σεβασμού και κατανόησης, υπογράφουν κατά την έναρξη κάθε σχολικού έτους ένα συμβόλαιο «εις κοινήν ενέργειαν υπέρ της εκπαι­δεύσεως της πατρίου νεολαίας». Σύμφωνα με την εκπληκτική αυτή σύλληψη του Τσι­μαράτου, οι γονείς παραδίνουν τα παιδιά τους στους δασκάλους, οι δάσκαλοι ανα­λαμβάνουν τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγησή τους και οι μαθητές υπόσχονται ευ­πείθεια, επιμέλεια και σεβασμό.(6)
Επέμενε, επίσης, ο Τσιμαράτος στην αναγκαιότητα της μόρφωσης των κορι­τσιών,(7) κάνοντας λόγο για μια εκπαίδευση, που θα έπαιρνε υπόψη της τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γυναικείου φύλου και το μελλοντικό προορισμό των κοριτσιών.(8) Το ενδιαφέρον και την ευαισθησία του για τη μόρφωση των κοριτσιών τα επισημαί­νουμε σε δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις: Μέμφεται δημόσια, σε ομιλία του, τους γονείς, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για την εκπαί­δευση των αγοριών τους «αδιαφο­ρούντες εγκληματικώς περί της διαπαιδαγωγήσεως των θυγατέρων αυτών» και δημό­σια επαινεί μαθήτρια για την επιμέλειά της.(9) Καμά­ρωνε, μάλιστα, επειδή το Ελληνικό Σχολείο του Ληξουριού, που διηύθυνε, ήταν μεικτό και λειτουργούσε άψογα «παρά τας μεμψιμοιρίας και τους εξορκισμούς» κάποιων στο ξεκίνημα εφαρμογής αυτού του μέτρου.(10)
Όσον αφορά στο αναλυτικό πρόγραμμα ο Τσιμαράτος πίστευε ότι όλα τα μα­θήματα είναι αναγκαία για την πνευματική και ηθική καλλιέργεια των μαθητών, και τα θεωρητικά και τα θετικά, και τα καλλιτεχνικά και η γυμναστική. Ως κλασικός φι­λόλογος υποστήριζε τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, επειδή διευρύνουν τους γνωστικούς ορίζοντες του αν­θρώπου και του χαρίζουν πνευματική ευτυχία.(11) Και επειδή δε διακατεχόταν από προ­γονοπληξία, συμπλήρωνε αμέσως ότι η μελέτη των αρχαίων δεν πρέπει να γίνεται σε βάρος της μελέτης της νεότερης ελληνικής γραμματείας καθώς και εκείνης των αλλοε­θνών. Η διδασκαλία, εξάλλου, της ιστορίας είναι απαραίτητη όχι μόνο, κατά τη γνώμη του, για τον ηθικοπλαστικό χαρακτήρα του μαθήματος αυτού, αλλά και γιατί αποκαλύπτει τους νόμους τους κοινωνικούς.(12) Έδινε, επίσης, μεγάλη σημασία στο μά­θημα των θρησκευτικών, επειδή πίστευε ότι και μέσα από αυτό διαμορφώνεται ο χα­ρακτήρας των μαθητών.(13)
Κατέκρινε τη μονομέρεια στο αναλυτικό πρόγραμμα. Εξίσου με τα θεωρητικά μαθήματα αξία είχαν για το νέο άνθρωπο και τα θετικά. Απαραίτητη ήταν η γνώση της φυσικής, της γεωγραφίας, των μαθηματικών. Ειδικά για τα τελευταία, εκτός από τη συμβολή τους στην όξυνση της σκέψης και τη σημασία τους στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου, υπογράμμιζε και μια ηθική παράμετρο της διδα­σκαλίας τους: διαμορ­φώνουν άτομα που αποστρέφονται το ψεύδος και την απάτη.(14) Μεγάλη, επίσης, ση­μασία έδινε σε μαθήματα που δυστυχώς υποβάθμιζε η καθημερινή πρακτική του σχο­λείου: καλλιγραφία, ιχνογραφία, μουσική, γυμναστική. Επρόκειτο για μαθήματα, που, κατά τον Τσιμαράτο, ασκούσαν «μορφωτικήν και καλαισθητικήν και εξευγενιστικήν επίδρασιν επί της καρδίας παντός ανθρώπου».(15)
Για να είναι, όμως, καρποφόρα η εκπαιδευτική διαδικασία,(16) πρέπει να παί­ζουν σωστά το ρόλο τους οι εκπαιδευτικοί. Για τον Τσιμαράτο οι εκπαιδευτικοί είναι οι «άγνωστοι στρατιώτες», που μάχονται και θα συνεχίσουν να μάχονται ενα­ντίον της αμάθειας και των προλήψεων και ανοίγουν το δρόμο για την επιστήμη, την αλήθεια και την πρόοδο.(17) Και επειδή ακριβώς το έργο τους είναι μοναδικό, οφείλουν Πολι­τεία και κοινωνία να τους στηρίζουν και να συνεργάζονται μαζί τους. Όταν οι εκ­παι­δευτικοί λειτουργοί γίνονται ο στόχος «των συκοφαντιών και των μεμψιμοιριών του ενός και του άλλου», δεν μπορούν ανεπηρέαστοι να ασκήσουν το λειτούργημά τους. Όταν δε συνεργάζονται μαζί τους οι γονείς, σίγουρα παρατηρούνται κενά στο έργο τους. Επιβάλλεται η ειλικρινής συνεργασία όλων των εμπλεκομένων στην εκπαι­δευ­τική διαδικασία φορέων, ώστε ο ένας να συμπληρώνει και να αναπληρώνει τον άλ­λον.(18) Με ένα τέτοιο, λοιπόν, άνοιγμα του σχολείου προς το ευρύτερο κοινωνικό πε­ριβάλλον θα  κατορθώσει ο δάσκαλος να παίξει σωστά το ρόλο του και το σχολείο να συμβάλει στην πρόοδο της κοινωνίας.
Ο ίδιος ο Τσιμαράτος, πάντως, είχε ανεπτυγμένο σε ύψιστο βαθμό το αίσθημα της ευθύνης. Είχε συνειδητοποιήσει τη θέση του μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και μέσα στην τοπική κοινωνία. Με αυταπάρνηση ασκούσε τα διδακτικά και εκπαι­δευτικά του καθήκοντα, καθώς χαρακτήριζε το εκπαιδευτικό έργο «εθνοσωτήριο». Εξίσου αποτελεσματικά διαχειριζόταν τη διεύθυνση της σχολικής μονάδας, αποκαλύ­πτοντας πλούσιες διοικητικές ικανότητες. Εργατικός πάντοτε, γινόταν υπόδειγμα για τους συναδέλφους του και αποκτούσε την εκτίμηση και το σεβασμό των μαθητών του. Αλλά και οι συμπολίτες του τον εκτιμούσαν για την προσφορά και το ήθος του, αν κρίνουμε από τις ποικίλες ομιλίες, που του ανέθεταν να εκφωνεί. Εκτός από τις γνώ­σεις, που μετέδιδε στους μαθητές του, επέμενε ιδιαίτερα στη διαπαιδαγώγησή τους: ήθελε να παραδίδει στην κοινωνία και τη ζωή τίμιους και υπεύθυνους πολίτες.(19)
Οι παιδαγωγικές αντιλήψεις του Ληξουριώτη εκπαιδευτικού ήταν επηρεασμέ­νες από τη θεωρία του Ελβετού παιδαγωγού J. H. Pestalozzi. Αποδεχόταν τον παιδα­γωγικό ρόλο της εργασίας, της δημιουργικής ενασχόλησης, της αυτενέργειας των μα­θητών. Γνώστης καλός της παιδικής και εφηβικής ψυχολογίας, επεδίωκε την ει­λικρί­νεια και την αμοιβαιότητα στις σχέσεις δασκάλων και μαθητών. Τα αποτελέ­σματα, που προκύπτουν μέσα από ένα τέτοιο κλίμα, είναι πάντοτε θετικά και προω­θητικά της εκπαιδευτικής διαδικασίας. «Μικρούς φίλους» αποκαλούσε τους μαθητές του, για να τους τονώσει την αυτοπεποίθηση και για να ανοίξει διαύ­λους επικοινωνίας μαζί τους. Εφάρμοζε του Pestalozzi την αντίληψη για τη δημιουργία ευχάριστου και αισιόδοξου κλίματος για τα παιδιά.(20)
Στο θέμα αυτό, όμως, κρατούσε το μέτρο και απέφευγε την υπερβολή. Αντί­θετα προς τον Pestalozzi, ο οποίος κατέκρινε και τις τιμωρίες και τις αμοιβές, ο Τσιμα­ράτος με αυστηρότητα και συνέπεια επαινούσε τους μαθητές του για τις προό­δους τους αλλά και τους έψεγε για τις ελλείψεις και τους τιμωρούσε για τα παραπτώ­ματά τους. Υποστήριζε ότι η τιμωρία έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα.(21) αποβλέπει στη συνει­δητοποίηση της κατάστασης του μαθητή και στην ενεργοποί­ηση όλων των δυνάμεών του για επανόρθωση και βελτίωση. Οι όποιες μεμψιμοιρίες και ενστάσεις στις δίκαιες τιμωρίες δεν ωφελούν, αλλά δηλώνουν απείθεια και κακώς εννοούμενη φιλοτιμία. Ο μαθητής οφείλει να αντιμετωπίσει τη δίκαιη τιμωρία ή την απόρριψη με θάρρος και να την λάβει ως αφορμή για βελτίωση.
Και αναγνωρίζοντας πόσο σοβαρό αλλά και λεπτό είναι τούτο το ζήτημα της τιμωρίας ή της απόρριψης, καλούσε τους γονείς σε κατανόηση και αρωγή. Η συνεργα­σία τους με τον εκπαιδευτικό είναι αναγκαία. Πρέπει να δείξουν κατανόηση και εμπι­στοσύνη στο δάσκαλο του παιδιού τους.(22) Παραδεχόταν, βέβαια, ότι οι γονείς συμπά­σχουν με τα τιμωρούμενα ή απορριπτόμενα παιδιά τους, όπως συμβαίνει στις περι­πτώσεις ασθενειών, οφείλουν όμως να τα ενθαρρύνουν και να μην τα στρέφουν κατά του σχο­λείου και των εκπαιδευτικών. Γι’ αυτό ο Τσιμαράτος υπογράμμιζε τη μεγάλη σημασία της ευθύνης των γονέων – μεγαλύτερης από εκείνη των εκπαιδευτικών – για την ανατροφή και συ­μπεριφορά των παιδιών τους. Η καρδιά του μαθητή, έλεγε, πρέ­πει να είναι έτοιμη, όταν πηγαίνει στο σχολείο, να δεχθεί το σπόρο των γραμμάτων και το σπόρο των συμβουλών και παραινέσεων των διδασκόντων. Και θα είναι έτοιμη, αν στο προηγού­μενο διάστημα οι γονείς έχουν σπείρει στην παιδική καρδιά «τον σπό­ρον της αμοι­βαίας αγάπης και της προς αλλήλους ευγνωμοσύνης, τον οποίον σπόρον φυτρώσαντα και βλαστήσαντα, καλείται ίνα καλλιεργήση και αναπτύξη το σχολείον και ο διδά­σκαλος».(23)
Και για να ολοκληρώσουμε αυτήν την ενότητα με τις εκπαιδευτικές και παιδα­γωγικές αντιλήψεις του Ευ. Τσιμαράτου, θεωρούμε απαραίτητο να προσθέσουμε κά­ποιες νουθεσίες του προς τους μαθητές, δηλωτικές της γενικότερης φιλοσοφίας του Λη­ξουριώτη φιλόλογου, οι οποίες ωστόσο τον καθιστούν γνώστη των καθημερινών μι­κροπροβλημάτων και των νοοτροπιών της επαρχιώτικης οικογένειας και της παθολο­γίας της σύγχρονής του τοπικής κοινωνίας.
Καλούσε τους μαθητές του να αγαπούν και να βοηθούν τους γονείς τους: «Αντα­γαπάτε αυτούς και συμμερίζεσθε τας λύπας των, αποδίδετε διά της αγάπης σας και της υπακοής σας, όσα ούτοι δαψιλώς παρέχουσιν ημίν […] και αποδέχεσθε ευμενώς τας επιπλήξεις των». Επειδή όμως γνώριζε ότι και οι γονείς έχουν ελλείψεις και ελαττώ­ματα, διευκρίνιζε προς τους μαθητές του: «Αποστρέφετε το πρόσωπόν σας από των ελαττωμάτων αυτών, εάν δε προτρέψωσιν υμάς εις κακήν τινά πράξιν, κοσμίως μεν αλλά καρτερικώς αντισταθήτε». Τους καλούσε να γίνουν ο δεσμός της συμφιλίω­σης και της ομόνοιας σε περιπτώσεις αντιπαλότητας και σύγκρουσης των γονέων με­ταξύ τους: «Λάβετε τας χείρας των, ενώσατε αυτάς και εστέ ο δεσμός της συμφιλιώ­σεως και της προς αλλήλους αρμονίας αυτών και ουχί η διαιώνισις του πάθους και της εκδικήσεως». Απαιτούσε σεβασμό προς την περιουσία του άλλου και αμοιβαία κατα­νόηση: «Μη κλέ­πτετε τους καρπούς της αυλής ή του κήπου [των γειτόνων σας…], μη ταράττετε την ησυχίαν των». Αλλά και προς τους συνομήλικούς τους οφείλουν οι μα­θητές να διατηρούν ειλι­κρινή και αμοιβαία φιλία: «Ζήτε ενωμένοι, διότι μόνη η ένωσις αποτελεί την ακατα­γώνιστον δύναμιν των ασθενεστάτων ανθρώπων». Όχι μόνο πρέ­πει να αλληλοβοη­θιούνται και να αλληλοϋποστηρίζονται, αλλά να ευεργετούν και «τους μη ανταποδώ­σαντας», γιατί αυτό ακριβώς το τελευταίο είναι δείγμα αρετής. Τους προέτρεπε, τέλος, να αγαπήσουν την εργασία, η οποία «εξευγενίζει τον άνθρω­πον», και να ακολουθή­σουν ζωή έντιμη και δημιουργική, εξηγώντας τους ότι «η αλη­θής ευδαιμονία εξαρτάται μό­νον από την εργασίαν, από την παιδείαν και την αρε­τήν».(24)

Συγγραφική δραστηριότητα
Ποικίλα θέματα απασχόλησαν τον Ευ. Τσιμαράτο: ιστορικά, και κυρίως κεφα­λονίτικης ιστορίας, ομηρικά, φιλολογικά και ιδιαίτερα γλωσσολογικά, παιδαγωγικά, κοινωνικά. Εκφώνησε ομιλίες σε εθνικές επετείους, επιμνημόσυνες τελετές, σχολικές γιορτές και σε άλλες πνευματικές εκδηλώσεις. Δοκίμασε, επίσης, την πένα του και στο στίχο. Η πλούσια αρχαιογνωσία του, η ιστορική του παιδεία, η γερή γενικότερα φιλο­λογική του υποδομή, η θεολογική του κατάρτιση και γνώση των πατερικών κειμένων, οι ψυχολογικές και παιδαγωγικές του γνώσεις και η γλωσσομάθειά του – γνώριζε ιτα­λικά και γαλλικά - επέτρεπαν στον Τσιμαράτο να κινείται με άνεση από τα αρχαία στα βυζαντινά και τα νεότερα χρόνια, από την κλασική στη χριστιανική γραμματεία, από τους αρχαίους μύθους στη σύγχρονη λαογραφία και από ειδικά ζητήματα σε γενι­κότερα κοινωνικά θέματα.(25)
Ο ίδιος ο Τσιμαράτος, εξάλλου, είχε συναίσθηση της θέσης και της αποστολής του ως πνευματικού ανθρώπου, καθώς υπογράμμιζε την υποχρέωση του επιστήμονα να εργάζεται ελεύθερα, χωρίς πιέσεις και καταναγκασμούς αλλά και με θάρρος και αυταπάρνηση.(26) Στο συγγραφικό τομέα και ιδιαίτερα όταν ασχολιόταν με ιστορικά και γλωσσολογικά θέματα, διατύπωνε ρηξικέλευθες απόψεις με ικανή τεκμηρίωση. Υπο­στήριζε, μάλιστα, ότι πρέπει ο επιστήμονας να επιδεικνύει τόλμη και δημιουργι­κότητα στο έργο του, να υπερβαίνει τα καθιερωμένα, όταν το απαιτεί η πορεία της έρευνας, και να αντιμετωπίζει με νηφαλιότητα και ψυχραιμία τα τυχόν «αναθέματα» και τις ενδεχόμενες «ειρωνείες» των συναδέλφων ή συμπολιτών του.(27)
Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής του δραστηριότητας παραμένει άγνωστο, καθώς ο ίδιος δεν κατόρθωσε να δημοσιεύσει σοβαρές μονογραφίες και με­λέτες του. Σήμερα, για πρώτη φορά θα γνωστοποιήσουμε τα σημαντικότερα αδημοσί­ευτα έργα του Ληξουριώτη φιλόλογου, ευχόμενοι κάποτε κάποια από αυτά να δουν το φως της δημοσιότητας.(28) Στο μεταξύ, είχαν εκδοθεί σε δυο αυτοτελή φυλλάδια (το 1913 και το 1934 αντίστοιχα) ομιλίες του, που είχε εκφωνήσει σε επετείους, επικήδειες ή επιμνημόσυνες τελετές και σε σχολικές γιορτές.(29) Δημοσιευμένα, επίσης, από τον ίδιο κείμενά του βρίσκονται σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής(30) και πρόκειται για ομιλίες και στιχουργήματά του, για μικρά δοκίμια επικαιρικού περιεχομένου, για επιστολές ή άρθρα σχετικά με το ζήτημα της ομηρικής Ιθάκης και για τη σημαντική μονογρα­φία του «Ιστορία της Κεφαλληνίας».
Η μονογραφία αυτή δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό των Κεφαλονι­τών της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ Η Ηχώ της Κεφαλληνίας κατά τη διάρκεια του 1928-1934.(31) Αποτελείται από τριάντα εφτά κεφάλαια, κατανεμημένα σε έξι τμήματα και δύο τόμους, και πραγματεύεται την ιστορία του νησιού από την προϊστορική εποχή μέχρι την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα (1864).(32) Πρόκειται για μια σοβαρή προ­σπάθεια του Ληξουριώτη φιλόλογου να προσφέρει στο ευρύ κοινό των συμπατρι­ωτών του αλλά και σε κάθε μελετητή των κεφαλονίτικων πραγμάτων μια ολοκληρω­μένη ιστορία της Κεφαλονιάς, καθώς μέχρι τότε γνωστή ήταν η Ιστορία της νήσου Κε­φαλ­ληνίας του Ιωάννου Π. Λοβέρδου Κωστή (1888),(33) ενώ η αντίστοιχη μονογραφία των Μαρίνου και Νικολάου Πινιατόρων ήταν προσιτή μόνο στους ιταλομαθείς.(34) Αξιοποίησε, πάντως, κατά τον κα­λύτερο δυνατό τρόπο την αρχαία ελληνική, τη λατι­νική και βυζαντινή γραμματεία, άλλες μεσαιωνικές πηγές καθώς και νεότερα και σύγ­χρονά του έργα. Η «Ιστορία» του είναι μια συνεχής αφήγηση γεγονότων πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών, όπως εξάλλου ήταν η σύγχρονή του ιστοριογραφία, με εμμονή στην ακρίβεια των χρονολογιών και στα πρόσωπα.
Και για να μείνουμε ακόμη στον ιστορικό τομέα, αναφέρουμε δύο ακόμη μελέ­τες του Τσιμαράτου. Η πρώτη, σχεδόν ολοκληρωμένη, είναι η «Βιογραφία Ηλία Ζερ­βού Ιακωβάτου». Η συνεπής δράση και το αγωνιστικό ήθος του ριζοσπάστη ηγέτη εί­χαν εντυπωσιάσει το Ληξουριώτη φιλόλογο, γι’ αυτό και ασχολήθηκε ειδικά με αυ­τόν. Περισσότερες από εξήντα πέντε χειρόγραφες σελίδες χρειάστηκαν, για να σκια­γραφή­σει την προσωπικότητα, να ιστορήσει τους αγώνες και τις διώξεις και να αξιο­λογήσει το συγγραφικό (πεζό και ποιητικό) έργο του Η. Ζερβού Ιακωβάτου. Η δεύ­τερη μελέτη δεν ολοκληρώθηκε από το συγγραφέα ή τουλάχιστον δε διασώθηκαν στα «Κα­τά­λοιπά» του όλα τα κεφάλαια, τα οποία ο ίδιος σχεδίαζε να γράψει γι’ αυτήν. Την τιτλο­φορούσε «Θρησκευτική ιστορία της Κεφαλληνίας»(35) και συγκέντρωνε υλικό για τη συγγραφή της, κυρίως για τα ορθόδοξα μοναστήρια και τους αρχιεπισκόπους του νη­σιού. Η ολοκλήρωση αυτού του έργου θα πρόσφερε πολύτιμη γνώση για τα θρη­σκευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα της Κεφαλονιάς.
Τον Τσιμαράτο, βέβαια, τον απασχόλησε ιδιαίτερα το θέμα της ομηρικής Ιθά­κης, αν δηλαδή η σημερινή Ιθάκη είναι η ομηρική και αν όχι, πού τοποθετείται η έδρα του πολύτροπου Οδυσσέα. Ήταν τότε, αρχές του 20ού αιώνα, που στην επικαιρότητα βρισκόταν το θέμα αυτό με τη διατύπωση νέων θεωριών και την ανακάλυψη νέων αρ­χαιολογικών ευρημάτων.(36) Στο διάλογο, που εξ αντικειμένου είχε ανοιχθεί,(37) συμμε­τείχε και ο Τσιμαράτος. Μετά από πολύχρονη μελέτη των ομηρικών επών, εξέταση φι­λολογικών, ιστορικών, αρχαιολογικών, γεωγραφικών και γεωλογικών συγγραμμά­των, αξιοποίηση γλωσσολογικών – ετυμολογικών στοιχείων και παίρνοντας υπόψη του τις αρχαίες πηγές και τις νεότερες θεωρίες, διατύπωσε τη δική του θεωρία με σοβαρότητα πάντοτε και μετριοπάθεια.(38)
Αξίζει να γνωρίσουμε αυτήν τη θεωρία στους γενικούς της άξονες. Ο Τσιμαρά­τος βασίστηκε σε μια σπουδαία πληροφορία του γεωγράφου Στράβωνα (65 π.Χ. – 24 μ.Χ.) για την Κεφαλονιά, την οποία δεν είχε προσέξει κανένας ομηριστής. Γράφει ο Στράβωνας (Χ, 2, 16): «Καθ’ ὅ δὲ στενωτάτη ἐστὶν ἡ νῆσος, ταπεινὸν ἰσθμὸν ποιεῖ, ὥσθ’ ὑπερκλύζεσθαι πολλάκις ἐκ θαλάττης εἰς θάλατταν. πλησίον δ’ εἰσὶ τῶν στενῶν ἐν τῷ κόλπῳ Κράνιοὶ τε καὶ Παλεῖς». Ο ισθμός αυτός ήταν πάνω από τον κόλπο του Λειβα­διού, εκεί που ενώνεται η χερσόνησος της Παλικής με τον υπόλοιπο κορμό της Κεφα­λονιάς και ήταν τόσο χαμηλός και στενός, ώστε κατακλυζόταν από τη θάλασσα. Και αν αυτός ο ισθμός, ισχυρίζεται ο Τσιμαράτος, ήταν στα χρόνια του Στράβωνα (στο μεταίχμιο των προχριστιανικών και μεταχριστιανικών χρόνων) χαμηλός και στενός, στη μυκηναϊκή εποχή (1000 περίπου χρόνια πίσω) θα ήταν ακόμη χαμηλότερος και στενότερος, ώστε στο σημείο εκείνο να σχηματιζόταν πορθμός. Αν, λοιπόν, έτσι είχαν τα πράγματα, τότε η Παλική χωριζόταν με θάλασσα από την υπόλοιπη Κεφαλονιά στη σημερινή περίπου γραμμή από τον όρμο της Αγίας Κυριακής μέχρι τον κόλπο του Λειβαδιού. Επομένως, η επαρχία της Παλικής ήταν ξεχωριστό νησί και ένα δεύτερο νησί συνιστούσαν οι επαρχίες Κραναίας και Σάμης της Κεφαλονιάς.(39)
Με βάση τα παραπάνω και εξετάζοντας τις ομηρικές περιγραφές και πληροφο­ρίες αλλά και παίρνοντας υπόψη του ποικίλα άλλα στοιχεία ιστορικά, αρχαιολογικά, γλωσσολογικά και τοπωνυμικά κατέληξε ο Τσιμαράτος στην εξής ταυτοποίηση των νησιών: η σημερινή Ζάκυνθος ήταν η ομηρική, η σημερινή Ιθάκη ήταν το ομηρικό Δουλίχιο, η σημερινή Παλική η ομηρική Σάμη και ο κύριος κορμός της Κεφαλονιάς με τις επαρχίες Κραναίας και Σάμης ήταν η ομηρική Ιθάκη, ενώ η έδρα του βασιλείου πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου της Λειβαθώς. Ένα επιπλέον επιχείρημα, που επικαλείται ο Τσιμαράτος υπέρ της Κεφαλονιάς ως ομηρικής Ιθάκης, είναι η πληροφορία της Άννας της Κομνηνής (12ος αι. μ.Χ.), σύμ­φωνα με την οποία («Ἀλεξιάς», VI, 6) η ξηρά που φαινόταν απέναντι από το ακρωτή­ριο του Αθέρα της Παλικής, δηλαδή η Πύλαρος και η Έρισος της βόρειας Κεφαλονιάς, ήταν τμήμα μιας ευρύτερης περιοχής, η οποία ονομαζόταν Ιθάκη.(40) Πάντως, ο μελετη­τής αυτός του Ομήρου, χωρίς να δογματί­ζει, εμπιστευόταν την αρχαιολογική σκαπάνη, την οποία καλούσε να αποδείξει το βάσιμο ή όχι της θεωρίας του.
Στα «Κατάλοιπα» του Τσιμαράτου διασώζονται τα σχετικά με το θέμα της ομηρικής Ιθάκης χειρόγραφα, που έχουν τον τίτλο «Αρχαιολογικαί σημειώσεις. Η ομηρική Ιθάκη». Η μελέτη αυτή αποτελείται από τρία μέρη: «Προομηρικά», «Η ομη­ρική νήσος Ιθάκη» και «Ομηρικά ζητήματα». Ο ίδιος, όσο ζούσε, δεν κατόρθωσε, άγνωστο για ποιον λόγο, να την εκδώσει. Αρκετά, όμως, χρόνια μετά το θάνατό του, η οικογένειά του κυκλοφόρησε σε φωτοτυπική αναπαραγωγή δακτυλογραφημένα τα δυο πρώτα μέρη του σχεδιαζόμενου από τον Τσιμαράτο βιβλίου(41) και το 1998 η Εται­ρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας εκτύπωσε και εξέδωσε το Β΄ μέρος με τίτλο Ποια η ομηρική Ιθάκη,(42) ενώ παραμένει ανέκδοτο το εξίσου σημαντικό Γ΄ μέρος του έργου.(43)
Ωστόσο, η αγάπη του Τσιμαράτου προς τον Όμηρο και η οικείωσή του με τα έπη του μεγάλου Ποιητή τον οδήγησαν και σε ποιητικές συνθέσεις. Στα «Κατάλοιπά» του διασώζονται ποιητικές δημιουργίες, που έχουν ως αφορμή τους τα ομηρικά έπη. Αυτές είναι: «Οδύσσεια. Έμμετρος δραματο­ποίησις εν περιληπτική παραφράσει εκ της ομηρικής διαλέκτου εις την νεωτέραν ελλη­νικήν γλώσσαν»,(44) και «Έμμετρος παρά­φρασις του Α της Ιλιάδος».(45) Μένει να μελετηθούν και να αξιολογηθούν αυτές οι ποιητικές συνθέσεις οι οποίες σίγουρα συνιστούσαν ένα δύσκολο εγχείρημα. Μια πρώτη, πάντως, ανάγνωση πείθει για την επιμονή, την υπομονή, το μόχθο και το με­ράκι του δημιουργού τους.
Ο Τσιμαράτος, δεινός φιλόλογος, ασχολήθηκε και με την ετυμολογία τοπωνυ­μίων και εθνικών ονομάτων και ετοίμαζε μελέτη με τίτλο «Ετυμολογικά σημειώματα», η οποία ωστόσο δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στα ετυμολογικά και γλωσσολογικά πεδία, αλλά περιελάμβανε ιστορικά και άλλα στοιχεία.(46) Στα «Κατάλοιπά» του δια­σώθηκαν ο πρόλογος και αρκετά «ετυμολογικά σημειώματα», όπως για τις λέξεις Αθή­ναι, Υμητός, Κύθηρα, Δελφοί, Ναύπακτος και Γραικοί, Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλ­γαροι, Αιγύπτιοι. Σε αρκετές περιπτώσεις ο Ληξουριώτης φιλόλογος προτεί­νει νέες ενδιαφέ­ρουσες προσεγγίσεις.
Στα «Κατάλοιπα» του Ευ. Τσιμαράτου υπάρχουν ακόμη δεκάδες άλλες ομιλίες σε εθνικές επετείους, θρησκευτικές γιορτές και άλλες εκδηλώσεις, ερμηνείες ευαγγελι­κών περικοπών, αλλά και μελέτες, δοκίμια, ποικίλα άλλα κείμενα καθώς και στιχουρ­γήματα μικρότερα ή μεγα­λύτερα. Δεν είναι, όμως, στις προθέσεις μας να παρουσιά­σουμε το σύνολο των χει­ρογράφων ούτε να προβούμε σε κάποια αξιολόγησή τους, γιατί ακριβώς δεν τα έχουμε όλα μελετήσει. Ενδεικτικά, όμως, αναφέρω κάποιους τίτ­λους δοκιμίων και μικρότερων μελετών του, για να εκτιμηθεί το ευρύ πεδίο, στο οποίο μπορούσε να κινείται ο Ληξουριώτης μελετητής: «Περί επιστήμης και ηθικής», «Περί ευδαιμονίας», «Περί ψυχολογίας», «Οι αριθμοί», «Φως και σκότος», «Περί αστρονο­μίας», Δαρβινική θεωρία». Νομίζουμε ότι είναι απαραίτητο να μελετηθεί και να αξιο­λο­γηθεί όλος ο όγκος του χειρόγραφου υλικού του πολυγραφότατου Τσιμαράτου.

Ως άνθρωπος

Για να έχουμε ολοκληρωμένη την προσωπικότητα του άνδρα αυτού, πρέπει να γίνει λόγος και για τον άνθρωπο Ευ. Τσιμαράτο. Ό,τι θα αναφέρουμε και οι εκτιμήσεις που θα καταθέσουμε προκύπτουν από τη μελέτη σχετικών χειρόγραφων κειμένων του.
Ο Τσιμαράτος ήταν εχθρός του πολέμου και υπέρμαχος της ειρήνης. Οραματι­ζόταν τη συνεννόηση μεταξύ των λαών και την πανανθρώπινη φιλία.(47) Θα ήταν ευτυ­χισμένη και δημιουργική η ζωή των ανθρώπων πάνω στη γη, αν σταματούσαν οι κα­πνοί και οι σφαίρες των τηλεβόλων, αν «αντί των πολέμων και των μαχών» μόνο με διδασκαλίες και μαθήματα καταγίνονταν οι άνθρωποι. Επειδή, όμως, ο Τσιμαράτος, ως πραγματιστής, γνώριζε την παθολογία της ανθρώπινης κοινωνίας, πρότεινε, για να μετριασθούν τα αρνητικά φαινόμενα, να αναδειχθεί η σημασία της μόρφωσης και της εκπαίδευσης για τη δημιουργία δεσμών μεταξύ των κρατών και την αλληλογνωρι­μία των ανθρώπων.(48)
Καυτηρίαζε την κοινωνική αδικία, έδειχνε ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο και υπερασπιζόταν τον αδύναμο. Πίστευε στην αξία του κάθε αν­θρώπου, ακόμη και του πιο ταπεινού, γιατί γνώριζε ότι όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, μικροί και μεγάλοι συνθέτουν την ανθρώπινη κοινωνία και όλοι συμβάλλουν στην πρόοδό της.(49) Η εντι­μότητα, η γνησιότητα και η ευγένειά του είχαν εκτιμηθεί από τη ληξουριώτικη ειδικό­τερα κοινωνία, η οποία όχι λίγες φορές του ανέθετε την εκφώνηση ομιλιών σε εθνικές επετείους, επιμνημόσυνες τελετές και άλλες εκδηλώσεις.
Ωστόσο, με κάθε ευκαιρία εκδήλωνε την αγάπη και πίστη του στην πατρίδα. Υποστήριζε τη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας και τη διαχρονικότητα της Ελλάδας, την οποία αποδεχόταν ως οικουμενική ιδέα.(50) Εμφυσούσε στους μαθητές του τη φι­λοπα­τρία και ενδυνάμωνε το εθνικό τους φρόνημα και καλούσε τους νέους και τους συμπο­λίτες του γενικά να στηρίζουν κάθε προσπάθεια εθνικής ολοκλήρωσης. Ήταν τότε που η ελληνική πολιτική εκυριαρχείτο από τη Μεγάλη Ιδέα και το ελληνικό κρά­τος είχε αποδυθεί σ’ έναν αγώνα ενσωμάτωσης των τουρκοκρατούμενων ακόμη ελλη­νικών πε­ριοχών. Ο Τσιμαράτος, βέβαια, ονειρευόταν – έτσι ερμήνευε το όραμα της Μ. Ιδέας – την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και τη διεύρυνση των ελληνικών συ­νόρων από την οροσειρά του Αίμου μέχρι το Κρητικό πέλαγος και από την Αδριατική θά­λασσα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.(51) Αλλά και αργότερα, όταν βρισκόταν σε εξέλιξη ο μικρασιατικός πόλεμος προσδοκούσε και υποστήριζε τη δυνατότητα των Ελλήνων «να αποπερατώσωσι την διακοπείσαν τω 1453 λειτουργίαν της Αγίας Σοφίας».(52) Αυ­τός, πάντως, ο μεγαλοϊδεατισμός του, η φιλοβασιλική του τοποθέτηση(53) και οι γενι­κότερες συντηρητικές πολιτικές του πεποιθήσεις(54) δε μας δίνουν το δικαίωμα να αμ­φισβητή­σουμε την αγνότητα των προθέσεών του, τη γνησιότητα της φιλοπατρίας του και το εθνικό του φρόνημα.
Ήταν, επιπλέον, φλογερός υπερασπιστής της χριστιανικής θρησκείας. Σε κάθε ευκαιρία υπογράμμιζε τη σημασία της πίστης και την αξία του ­χριστιανισμού. Για τον Τσιμαράτο ο χριστιανισμός. στην ορθόδοξη έκφρασή του, ήταν το κύριο συστατικό στοιχείο του ελληνικού έθνους. Ελληνισμός και χριστιανισμός ταυτίζονταν, και η ταύ­τιση αυτή συ­νιστούσε την κινητήρια δύναμη της προόδου για το νεοελληνικό κρά­τος.(55) Στις ομι­λίες του προς τους μαθητές ή τους συμπολίτες του οι έννοιες «πατρίδα» και «θρη­σκεία» αλληλοεμπεριχωρούνταν. Η απαλοιφή της μιας όχι μόνο αποδυνάμωνε την άλλη, αλλά οδηγούσε στην αλλοίωση της ταυτότητας του υποκειμένου.(56)
Στον τομέα της επιστήμης και της έρευνας υπερασπιζόταν την ελευθερία του λόγου και της σκέψης, η οποία, όπως έλεγε, «πρέπει να είναι πανταχού και πάντοτε επιτετραμμένη και σεβαστή». Ως επιστήμονας και πνευματικός γενικότερα άνθρωπος υπήρξε τολμη­ρός στο στοχασμό, αντισυμβατικός και δημιουργικός. Η πνευματική του διαύγεια και η ερευνητική του ανησυχία τον οδήγησαν σε καινοτόμα συμπεράσματα. Τον απασχό­λησαν ποικίλα θέματα, γεγονός που αποδεικνύει την ευρύτητα των γνώ­σεών του. Πο­λυγραφότατος ο ίδιος, μας άφησε κείμενα γραμμένα σε γλαφυρή καθα­ρεύουσα, που χαρακτηρίζονται από εκφραστικό πλούτο, ακριβολογία και κομψότητα ύφους.
Ο Τσιμαράτος, τέλος, υπήρξε στοργικός οικογενειάρχης. Παντρεμένος δυο φο­ρές (μετά το θάνατο της πρώτης του γυναίκας, της Παρασκευής Μανωλάτου, παντρεύ­τηκε την Αικατερίνη Καβαλάρη από τη Σαντορίνη), είχε αποκτήσει οχτώ παιδιά, στην ανατροφή των οποίων βοηθούσε τη γυναίκα του και συνέβαλε καθοριστικά. Πάντοτε εύρισκε χρόνο, για να τον αφιερώσει στην οικογένειά του, για να είναι μαζί με τα παι­διά του. Τα κάθιζε στα γόνατά του και τους εξιστορούσε τις περιπλανήσεις του «συ­μπατριώτη» τους Οδυσσέα, ενώ δεν έλειπαν οι περίπατοι στα Μιχαλιτσάτα και το Κορωνάτο. Τα γαλούχησε με τις αρχές της ανθρωπιάς, της ηθικής και της μετριοπά­θειας, αλλά και τους εμφύσησε την αγάπη προς τη μουσική. Γνώστης και λάτρης ο ίδιος της μουσικής, αυτοδίδακτος αλλά καλός μουσικός είχε «στήσει» στο σπίτι του μαζί με τα παιδιά του μικρή ορχήστρα, αποτελούμενη από μαντολίνο, μαντόλα και βιολί, ενώ εκείνος ακομπανιάριζε με την κιθάρα του.

Ήταν, πράγματι, κρίμα που μέχρι σήμερα έμενε άγνωστος ο φιλόλογος και με­λετητής Ευ. Τσιμαράτος – άγνωστος για τον εκπαιδευτικό κόσμο, για τους μελετητές της φιλολογίας και της γλωσσολογίας, για τους ερευνητές της κεφαλονίτικης ιστορίας, άγνωστος για το ευρύ κοινό της γενέτειράς του. Είναι καιρός να μελετήσουμε τα «Κα­τάλοιπά» του. Πιστεύω ότι στο άμεσο μέλλον θα ολοκληρώσω την ταξινόμηση, αρ­χειοθέτηση και καταγραφή όλου του χειρόγραφου υλικού του και νομίζω ότι θα υπάρξει δυνατότητα έκδοσης κάποιων μονογραφιών και μελετών του, χρήσιμων ακόμη στους σημερινούς φιλολόγους και ερευνητές.
















ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


  1. Η χρονική αυτή περίοδος προκύπτει από τα Βιβλία πράξεων των Συλλόγων Διδασκό­ντων αυτών των δύο σχολείων του Ληξουριού: διορίσθηκε τον Ιούνιο του 1899 και συ­νταξιοδοτήθηκε τον Οκτώβριο του 1933. βλ. Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) / Αρ­χεία Νομού Κε­φαλονιάς (ΑΝΚ), Εκπαιδευτικά, Φ4: Βιβλία πρακτικών του εν Ληξου­ρίω Ελληνικού Σχολείου 1899-1905, 1905-1923, 1923-1926, Φ20: Βιβλία πράξεων του Συλλόγου του εν Ληξουρίω Πετριτσείου Γυμνασίου 1920-1923, 1924-1932, Φ21: Βιβλίον πράξεων [Γυ­μνασίου Ληξουρίου] 1932-1934.
  2. Αυτό προκύπτει σε κάποιες περιπτώσεις από τα Βιβλία πράξεων των παραπάνω σχολι­κών μονάδων αλλά και από τα «Κατάλοιπα» του Τσιμαράτου, όπου εκεί διασώ­ζονται ομιλίες του, που εκφωνούσε ως Διευθυντής κατά την έναρξη ή λήξη των σχολι­κών ετών. (Για τα «Κατάλοιπα» του Τσιμαράτου βλ. παρακάτω, σημ. 28).
  3. Όλα αυτά μπορούμε να τα διαπιστώσουμε μελετώντας τις ομιλίες που εκφωνούσε κατά την έναρξη ή λήξη του σχολικού έτους. Με αυτές πληροφορούσε τους ακροατές του, μαθητές, γονείς και εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας, για τις δυσκολίες και τα προ­βλή­ματα της σχολικής χρονιάς και για τα μέτρα υπέρβασής τους, τους εξέθετε τη δική του εκτίμηση για το παραγόμενο εκπαιδευτικό έργο, τους γνωστοποιούσε διάφορες παιδα­γωγικές μεθόδους και τους συμβούλευε, καλώντας όλους τους εμπλεκόμενους στην εκ­παιδευτική διαδικασία φορείς, να συμβάλουν σε ένα κλίμα αμοιβαίας κατα­νόησης και υποστήριξης, για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα προς όφε­λος των μα­θητών και της κοινωνίας.
  4. Στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικότερα στο Ελληνικό Σχολείο δια­κήρυττε ότι «επιδιώκεται η γενική των παιδευομένων μόρφωσις, αναπτύσσονται αι ικανότητες εις το λογικώς σκέπτεσθαι και κοινωφελώς εργάζεσθαι και διαρκώς την αρετήν έχειν υπ’ όψιν εν τη εκτελέσει και τη εφαρμογή τούτου και εκείνου του έργου», Η θέσις και ο σκοπός των Ελληνικών Σχολείων εν τη κοινωνία, (ομιλία στο Ελλ. Σχο­λείο Μεσοβουνιών κατά την έναρξη του σχολικού έτους 1900-1901.
  5. Και παραπέμποντας στον Έλληνα διαφωτιστή Α. Κοραή ανέφερε: «υπάρχουσι δύο παι­δείαι, η παιδεία της κεφαλής και η παιδεία της καρδίας. Καλαί και αι δύο, αλλ’ η πρώτη χωρίς την δευτέραν ουδέ έθνος και άτομον έφερεν εις την αληθινήν ευδαιμο­νίαν», Περί τιμωριών, (ομιλία στο Ελλ. Σχολείο Ληξουριού, 14 Ιουνίου 1912). Εξάλ­λου, και ο παιδαγωγός Pestalozzi, τον οποίο θαύμαζε και του οποίου ακολουθούσε τη θεωρία, έδινε μεγάλη σημασία στην ηθική διαμόρφωση και στον εμπλουτισμό της καρ­διάς του νέου, Ιωάννης Ερρίκος Πεσταλότσης (Pestalozzi), (ομιλία στο Πετρίτσειο Γυ­μνάσιο Ληξουριού, 14 Φεβρ. 1927)..
  6. Πρόκειται για «συμβόλαιον αλληλοβοηθείας και αμοιβαίου σεβασμού και αγάπης, κατά το οποίον συμβόλαιον οι μεν γονείς παραδίδουσιν ό,τι πολυτιμότερον έχουσι, τα τέκνα των δήλον ότι εις τους διδασκάλους, ίνα αναπτύξωσι και μορφώσωσι και δια­παιδαγωγήσωσιν αυτών τον νουν, την ψυχήν και την καρδίαν. Οι δε διδάσκαλοι ανα­λαμβάνουσι την υψηλήν ταύτην εργασίαν, ανατιθεμένην αυτοίς υπό της Πολιτείας και οι μαθηταί, προς άμεσον ωφέλειαν των οποίων συνάπτεται ή ανανεούται το συμβό­λαιον, υπόσχονται διά της προθύμου εις το σχολείον προσελεύσεώς των ευπείθειαν, προσοχήν, επιμέλειαν και σέβας», Εναρκτήριος λόγος, (άγνωστο πού και πότε εκφω­νήθηκε).
  7. Ισχυριζόταν ότι η ανθρώπινη κοινωνία ενδιαφέρθηκε για τη γυναικεία εκπαίδευση μετά το κήρυγμα του χριστιανισμού, (από ομιλία στο ιδιωτικό νηπιαγωγείο της Δ. Ραζή, 25 Ιουνίου 1914).
  8. Υποστήριζε ότι η εκπαίδευσις της γυναικός ουδόλως προϋποθέτει και επιβάλλει τον τέ­λειον αυτής εξανδρισμόν, αλλ’ οφείλει ίνα παρέχη ει­δικώς γυναικείαν ανάπτυξιν και μόρφωσιν του ωραίου φύλου», ό.π.
  9. «Οφείλω και δημοσία ίνα εξάρω την επιμέλειαν και την θέλησιν [μαθήτριας, η οποία] κα­τώρθωσεν εν καιρώ θέρους και χειμώνος, ίνα προσέρχηται ενταύθα τακτικώτατα, ερχομένη πεζή εκ του χωρίου Μαντζαβινάτα», Περί τιμωριών, ό.π.
  10. Ως μεικτό πρωτολειτούργησε το Σχολείο αυτό το σχολικό έτος 1907-1908, ό.π.
  11. «Πάντες οι περί τας μελέτας ταύτας [της ελληνικής και λατινικής γραμματείας] ασχοληθέ­ντες ωμολόγησαν αυτάς αληθή πηγήν σωματικής και πνευματικής ευδαιμο­νίας και ειρήνης εν πάση ώρα του βίου», [Εναρκτήριος λόγος], (άγνωστο πού και πότε εκφωνήθηκε).
  12. «Αύτη [η ιστορία] παρέχει αφ’ ενός μεν παραδείγματα, άτινα δυνάμεθα και πρέπει ν’ απομιμηθώμεν, αφ’ ετέρου δε άλλα παραδείγματα, άτινα δυνάμεθα και πρέπει ν’ από­στραφώμεν και κατηγορήσωμεν. […] Μας διδάσκει τα αίτια της ευτυχίας ή της δυστυ­χίας, της επιδόσεως ή της παρακμής των ατόμων, των οικογενειών, των κοινωνιών, των εθνών κτλ.», ό.π.
  13. Υποστήριζε ότι η χριστιανική θρησκεία διδάσκει στον άνθρωπο όχι μόνο τις υποχρεώ­σεις του προς το Θεό αλλά και προς την κοινωνία. Δεχόταν, βέβαια, ότι η ορ­θοδοξία συνέβαλε στη διατήρηση της εθνικότητας των υπόδουλων κατά την Τουρκο­κρατία Ελ­λήνων και ότι «αύτη μόνη επαγγέλλεται ημών και την πολιτικήν ενότητα και την εθνι­κήν αποκατάστασιν», ό.π.
  14. «Ο συνηθίσας το πνεύμα εις μαθηματικάς αποδείξεις δεν θ’ αγαπήση ποτέ το ψεύδος και την απάτην, αλλά θα εκφράζη τας ιδέας του ούτως ώστε να αποδεικνύη συντόμως και σαφώς την αλήθειαν και τη λογικότητα αυτών», ό.π.
  15. Ο ίδιος μάλιστα είχε θεωρήσει σοβαρό πλεονέκτημα για το σχολείο του, το ότι είχε κατορ­θώσει να αναβαθμίσει τη διδασκαλία αυτών των μαθημάτων, Σχολείον και οί­κος, διδασκαλία και ανατροφή, κοινωνία και πολιτεία, (ομιλία στο Ελλ. Σχολείο Βαλτών, Ιούνιος 1905).
  16. Ο Τσιμαράτος ήταν υπέρ της «διά βίου» εκπαίδευσης. Συμφωνούσε με την αναγκαιό­τητα της απόκτησης γνώσεων από τους ανθρώπους σε όλη τους τη ζωή: «καθ’ άπαντα τον βίον αυτών μελετώντες εκπαιδεύονται», [Εναρκτήριος λόγος], ό.π.
  17. Είναι οι «άγνωστοι στρατιώτες» «του παμμεγίστου και παγκοσμίου στρατεύματος του μαχομένου προ αιώνων και μέχρι της συντελείας των αιώνων κατά της εκάστοτε αμα­θείας και δεισιδαιμονίας υπό την ακίνητον [sic] σημαίαν της αληθείας και της επιστή­μης και της προόδου», Ιωάννης Ερρίκος Πεσταλότσης (Pestalozzi), ό.π.
  18. Όλοι «από κοινού και ταυτοχρόνως εν τω σχολείω και τη οικογενεία, εν τη κοινωνία και τη πολιτεία», Σχολείον και οίκος, διδασκαλία και ανατροφή, κοινωνία και πολι­τεία, ό.π.
  19. «Εύχομαι προς τούτοις, ίνα δυνηθώ να περιμένω αταράχως τον θάνατον, διότι η συνείδη­σίς μου ήθελε με βεβαιοί ότι […] υπήρξα ωφέλιμος εις την πατρίδα παραδώσας εις αυτήν αγαθούς πολίτας», [Εναρκτήριος λόγος], ό.π.
  20. Απευθυνόμενος στους συναδέλφους του τους εξηγούσε ότι κατά τον Pestalozzi «όλη η εκπαίδευσις δεν αξίζει εν λεπτόν, εάν μέλλη να καταστρέψη το θάρρος και την φαι­δρότητα του παιδός […] Ο γέλως είνε δώρον του Θεού. αφίνετε το παιδίον να γελά, αναπτύσσετε εντός του την χαράν», Ιωάννης Ερρίκος Πεσταλότσης (Pestalozzi), ό.π.
  21. «Αι τιμωρίαι αποτελούσιν αναπόσπαστον της ανατροφής μέρος», Περί τιμωριών, ό.π.
  22. Έλεγε χαρακτηριστικά απευθυνόμενος προς τους γονείς: «Διατί απαιτείτε ίνα προβιβα­σθή και ο υιός σας, επειδή προυβιβάσθη και ο του γείτονος; Έπειτα διά τίνα λόγον τοις μεν αγρολήπταις επιτρέπετε, ίνα κλαδεύσωσι και περικόψωσι τα κτήματά σας, όπως αυτοί θέλωσι και γνωρίζωσιν, εις ημάς δε τους διδασκάλους την ελαχίστην επιβάλλο­ντας τιμωρίαν ή απόρριψιν φέρετε αντιρρήσεις και παράπονα; Διατί του ια­τρού την μάχαιραν την ευλογείτε, και του διδασκάλου την τιμωρίαν την καταράσθε; Εκείνο το οποίον πράττει ο γεωργός εις τα κτήματά σας και ο ιατρός εις τα σώματα των παίδων σας, τούτ’ αυτό πράττει και ο διδάσκαλος εις τας ψυχάς των τέκνων σας», ό.π.
  23. Και εξηγούσε: «Οι μαθηταί οφείλουσιν, ίνα έρχωνται εις το σχολείον ηθικοί και ενάρε­τοι, πριν ή ο διδάσκαλος ομιλήση αυτοίς περί ηθικής και αρετής […] όπως γνωρίζουσιν, ίνα ομιλώσι, πριν λάβωσι μαθήματα γραμματικής και συντακτικού», ό.π.
  24. Και, για να τους πείσει για την αξία του δρόμου της αρετής τους, διευκρίνιζε: «Εάν η τροφή του εργάτου δεν είνε τόσον ποικίλη όσον του πλουσίου, η όρεξις καθιστά αυτήν γλυκυτάτην, εάν ο ύπνος του είνε συντομώτερος, είνε όμως βαθύτερος […] Εάν τα έργα του είνε πολύ κοπιαστικώτερα, και η ανάπαυσίς του είνε πολύ γλυκυτέρα, εάν η εργα­σία του απαιτή δυνάμεις περισσοτέρας, ευρρωστότεροι εισί και οι βραχίονές του, εάν αι διασκεδάσεις του εισίν απλούστεραι και ολιγώτερον ζωηραί από τας διασκεδάσεις των πλουσίων, αλλά και αι τύψεις της συνειδήσεως και αι ατιμίαι δεν σκιάζουσιν αυ­τάς», [Εναρκτήριος λόγος], ό.π.
  25. Άλλωστε, αρκετά πλούσια και αξιόλογη ήταν η βιβλιοθήκη του. Μεταξύ των βιβλίων, που η κόρη του κ. Ράνια Τσιμαράτου–Μαντά έχει καταγράψει, συγκαταλέγονται, όπως και εμείς έχουμε διαπιστώσει, παλαιές δυσεύρετες εκδόσεις του 17ου και 18ου αιώνα αλλά και βιβλία του 19ου και 20ού αιώνα. Οι τρεις παλαιότερες εκδόσεις είναι η Byzantina Grammatica του Κων. Λασκάρεως (1555), το Ονομαστικόν του Ιούλιου Πο­λυδεύκους (1608) και τα έργα του Πλίνιου (Γενεύη 1620). Κοσμούν ακόμη τη βιβλιο­θήκη του αρκετά λεξικά, ελληνικά και λατινικά κλασικά κείμενα, ιστορικά έργα, φι­λοσοφικές, θεολογικές και παιδαγωγικές μελέτες. Επίσης τα έργα του Ιωσήφ Παρτς, του Α. Μηλιαράκη, του Η. Τσιτσέλη, του Ε. Λούντζη. Αλλά και σημαντικά ξενό­γλωσσα βι­βλία.
  26. «Πας επιστήμων έχει υποχρεώσεις και καθήκοντα, τα οποία εκπηγάζουν από αυτήν την αποστολήν, επομένως με πολλήν τόλμην και με ανάλογον αυταπάρνησιν οφείλει να αντιμετωπίση μόνος του εν τω κύκλω της δράσεώς του την επανάστασιν και την αντί­δρασιν την οποίαν θα υποστή εκ της εκτελέσεως της αποστολής του ταύτης. Η ελευθε­ρία του λόγου και της σκέψεως πρέπει να είναι πανταχού και πάντοτε επιτε­τραμμένη και σεβαστή», [Το καθήκον του επιστήμονα], (μικρό σημείωμα).
  27. «Η κριτική όλων των αιώνων εξαίρει όχι μόνον την δημιουργική εργασία και την εφευρε­τική επινοητικότητα, αλλά και την τολμηρή πρωτοβουλία, διότι είναι επίσης έν­δοξον και κοινωφελές κοινωνικώς και επιστημονικώς να καλλιεργήσης έναν χέρσον αγρόν και εκ των ακανθών του να παρουσιάσης σταφυλάς, όσω και να ταράξης τα έλη και τα λιμνάζοντα από αιώνων ύδατα και να λύσης ένα πρόβλημα […] Είναι επίσης σπουδαίον να δημιουργήσης και εφεύρης κάτι νέον, όσω και να αντιδράσης εις τους αυστηρούς και παραλόγους πολλάκις κανόνας της συμβατικής αγνοίας, όπως και να πλησιάσης και να αναταράξης τα έλη. Αναθυμιάσεις επιβλαβείς και αναθέματα, αφο­ρισμοί, ειρωνείαι και σαρκασμοί θα επακολουθήσουν βεβαίως», ό.π.
  28. Χειρόγραφα του Ευ. Τσιμαράτου έχει η κόρη του κ. Ρά­νια Τσιμαράτου – Μαντά. Επί­σης χειρόγραφά του βρίσκονται στη Συλλογή του δα­σκάλου και ερευνητή Γερ. Σ. Γα­λανού. Τους ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή, που μου εμπιστεύθηκαν αυτό το υλικό. Χαρακτηρίζω όλο αυτό το σύνολο των χειρογράφων ως «Τα Κατάλοιπα του Ευαγγέλου Σπ. Τσιμαράτου». Ήδη έχω προχωρήσει σε μια πρώτη ταξινόμηση, αρχειο­θέτηση και καταγραφή των «Καταλοίπων» του Τσιμαράτου, ενώ παράλληλα έχω αρ­χίσει τη μελέτη τους. Για την πρόθυμη συνεργασία και συμπαράστασή της στην εργα­σία μου αυτή αλλά και για την παροχή διαφόρων πληροφοριών για τον πατέρα της ευχαριστώ θερμά την κ. Ράνια Τσιμαράτου – Μαντά.
  29. Πρόκειται για τα φυλλάδια: Ευαγγέλου Σ. Τσιμαράτου, Σχολάρχου εν Ληξουρίω, Επί­καιρα Πατριωτικά έργα [:] 1) Επιμνημόσυνος λόγος εις Παύλον Μελάν. 2) Προσφώ­νησις προς τον Σ. Ματσούκαν. 3) Επιμνημόσυνος λόγος τω αειμνήστω Βασιλεί ημών Γεωργίω Α΄. 4) Επικήδειος λόγος Ρικάκη Ξυδιά. 5) Ποίημα τω Βασιλεί ημών Κωνστα­ντίνω. 6) Πατριωτικός λόγος σχολικής εορτής 1912-1913, Αργοστόλιον 1913, και Λό­γος απαγ­γελθείς εις την Ιόνιον Σχολήν υπό Ευαγγέλου Τσιμαράτου, Επί τη 70ή επε­τείω της Ενώσεως της Επτανήσου μετά της ελευθέρας Ελλάδος [ήτοι από 21 Μαΐου 1864 έως 21 Μαΐου 1934], εν Αθήναις 1934.
  30. Δεν έχω ολοκληρώσει την έρευνα για τον εντοπισμό του συνόλου των δημοσιευμάτων του Τσιμαράτου. Μέχρι τώρα γνωρίζουμε ότι έχει συνεργασθεί με το κεφαλονίτικο πε­ριοδικό Επτανησιακόν Σάλπισμα του Σπ. Σκηνιωτάτου, το περιοδικό των Κεφαλονι­τών της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ Η Ηχώ της Κεφαλληνίας και την εφημερίδα του Αι­γίου Ο Αιγιώτης.
  31. Δημοσιεύθηκε στα τεύχη του περιοδικού αυτού κατά το χρονικό διάστημα 1928-1934.
  32. Στα «Κατάλοιπα» του Τσιμαράτου έχουν διασωθεί 21 χειρόγραφα κεφά­λαια, δηλαδή τα περισσότερα αυτής της μονογραφίας, τα εξής: I, VI, VII, XVI, XIXXXIX, XXXI, XXXIII – XXXVII.
  33. Το έργο αυτό, γραμμένο αρχικά στην ιταλική, εκδόθηκε, μεταφρασμένο από τον Παύλο Γρατσιάτο στην ελληνική, το 1888.
  34. Marino, Nikoleo Pignatorre, Memorie storiche e critiche dellisola Cefalonia dai tempi eroici alla caduta della Republica Veneta, τόμ. 1, Κέρκυρα 1887, τόμ. 2, Κέρκυρα 1889.
  35. Αξίζει να σημειώσουμε τη δομή της μελέτης, όπως την είχε σχεδιάσει ο Τσιμαράτος: I. Ει­σαγωγή, II. Αρχαία ελληνική θρησκεία εν Κεφαλληνία και δεισιδαιμονίαι, III. Ορθό­δοξοι χριστιανικαί μοναί εν Κεφαλληνία, IV. Λατινικαί χριστιανικαί μοναί του δυτι­κού δόγματος εν Κεφαλληνία, V. Αρχιεπίσκοποι ορθόδοξοι Κεφαλληνίας, VI. Αρχιεπί­σκοποι λατίνοι του δυτικού δόγματος, VII. Αρχιεπίσκοποι και κληρικοί Κεφαλλήνες διαπρέψαντες εκτός της Κεφαλληνίας, VIII. Νεκροταφεία εν Κεφαλληνία.
  36. Αναφερόμαστε κυρίως στη θεωρία του W. Dorpfeld με το βιβλίο του Alt Ithaka, ein bei­trag zur Homer frage, studien und Ausgrabungen auf den insel LeukasIthaka (1927) και τις ανασκαφές του στη Λευκάδα, όπου και τοποθετούσε την ομηρική Ιθάκη και εκείνη του Α.Ε.Η. Goekoop με το βιβλίο του Ithaque, la Grande (1908) και τις ανασκα­φές στην περιοχή της Λακήθρας Κεφαλονιάς, όπου τοποθετούσε την έδρα του Οδυσ­σέα.
  37. Αρκετοί Έλληνες ερευνητές και μελετητές, κυρίως Κεφαλονίτες, Ιθακήσιοι και Λευκά­διοι, διατύπωσαν τότε τις δικές τους απόψεις και θέσεις, αντιρρήσεις και ενστάσεις και τις δικές τους θεωρίες με ιδιαίτερες εκδόσεις ή με άρθρα και επιστολές σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Αναφέρουμε εδώ τις κυριότερες μελέτες που τότε εκδόθηκαν: Θ. Κουρούκλης, Die homerischen insel Ithaka, Sama, Doulichion, Asteris (1894). Μ. Άννι­νος Καβαλιεράτος, Η ομηρική Ιθάκη, αρχαιολογική μελέτη (1900) . Γ. Βολτέρας, Η ομηρική Ιθάκη (1903) . Ιάκ. Θωμόπουλος, Ιθάκη και Όμηρος (1908) . Ν. Παυλάτος, Η ομηρική Ιθάκη (1909) . Α. Λεκατσάς, Η Ιθάκη (1933) . Φ. Οικονόμου, Ιθάκη η αμφίαλος (1937) . Κ. Πεταλάς, Η ομηρική Ιθάκη γεωγραφικώς και τοπογραφικώς (1938).
  38. Έγραφε ο ίδιος: «Ευθύς εν αρχή ομολογώ ότι τα θέματα του παρόντος βιβλίου δεν εί­ναι πρωτότυπα και πρωτοφανή, αλλά πλέον ή άπαξ απησχόλησαν σοφούς άνδρας και ποικιλοτρόπως ηρμηνεύθησαν υπό διακεκριμένων ειδικών επιστημόνων και ερασιτε­χνών τοιούτων Ελλήνων και αλλοδαπών. Και όμως μένουσιν ακόμη ανεξήγητα εν τη ολοκληρώσει των και ανερμήνευτα εν ταις λεπτομερείαις αυτών, αμφισβητούμενα εν γενικαίς γραμμαίς και αμφίβολα εν τοις καθ’ έκαστα τμήμασιν αυτών. Μία, επομένως, επί πλέον καταβαλλομένη διά του παρόντος βιβλίου δοκιμή και προσπάθεια λύσεως αυτών, ευτυχής θα υπάρξη, εάν αποτελέση την προσθήκην μικρού τινός και ατεχνώς επεξειργασμένου λιθαρίου εις την υπό της πεπολιτισμένης ανθρωπότητος ανεγειρομέ­νην πυραμίδα της Ελληνικής Αρχαιολογίας. […] Μόνον η λογική έρευνα και η επιστα­μένη μελέτη συν τω χρόνω, βαθμηδόν και κατ’ ολίγον, ανακαλύπτει και πιστοποιεί, οδηγουμένη από την μαγνητικήν βελόνην της ορθής ερμηνείας προς τον πολικόν αστέρα της Αληθείας και συρομένη από τον ετυμολογικόν μίτον της Αριάδνης ανά τον λαβύρινθον της Ελληνικής Αρχαιολογίας». Και σε άλλο σημείο: «Πας τις έχει το δικαί­ωμα του κρίνειν και επικρίνειν […], αλλ’ ουχί και του «ήττω λόγω κρείττω ποιείν». Των προγενεστέρων ημών τας πλάνας προσπαθούμεν ν’ αναιρέσωμεν και ημών οι μεταγε­νέστεροι θα διορθώσωσι τα λάθη. Αποβαίνει, δηλαδή, διαδοχικώς κατήγορος και κα­τηγορούμενος, κρίνων και κρινόμενος πας της επιστήμης θεράπων και της αληθείας ερευνητής», Αρχαιολογικαί σημειώσεις. Η ομηρική Ιθάκη, Μέρος Α΄.
  39. Άλλωστε, και ο Ιωσήφ Παρτς, Κεφαλληνία και Ιθάκη. Γεωγραφική μονογραφία, εξελληνι­σθείσα υπό Λ. Γ. Παπανδρέου, εν Αθήναις 1892, σ. 94, κάνει λόγο για «γεω­γραφική αυθυπαρξία» της Παλικής. Τα κύματα, επειδή, σύμφωνα με τον Στράβωνα, «υπερέκλυζον όλως αυτόν [τον ισθμόν], επομένως την Παλικήν καθίστων εντελώς ιδιαιτέραν νήσον».
  40. Όταν ο αρχηγός των Νορμανδών Ροβέρτος Γκισκάρδος το 1085 προσπαθούσε να καταλά­βει την Κεφαλονιά και βρισκόταν στον Αθέρα, το βορειότερο άκρο της Παλι­κής, τον έπιασε δυνατός πυρετός και οι άνθρωποί του αναζήτησαν νερό. Τότε ένας ντόπιος τους είπε: «Ὁρᾶτε ταυτηνὶ τὴν νῆσον τὴν Ἰθάκην. Ἐν αὐτῇ πόλις μεγάλη πρώην ᾠκοδόμηται Ἱερουσαλὴμ καλουμένη κἄν τῷ χρόνῳ ἠρείπωται. ἐν αὐτῇ πηγὴ ἦν πότιμον ἐς ἀεὶ καὶ ψυχρὸν ὕδωρ ἀναδιδοῦσα» («Ἀλεξιάς», VI 6). Και εξηγεί ο Τσιμα­ράτος: «Η λέξις αύτη «ταυτηνί» αποδεικνύει ότι η νήσος εκείνη η Ιθάκη, την οποίαν των εγχω­ρίων τις εδείκνυε διά του δακτύλου και του βλέμματος, θα ευρίσκετο πολύ πλησίον της νήσου, επί της οποίας ίστατο των εγχωρίων τις, καθώς και οι το ύδωρ ζη­τούντες άνδρες του Ροβέρτου, διά να φαίνηται και να δακτυλοδεικτήται. Ενώ από το ακρωτήριον του Αθέρος και του ομωνύμου συνοικισμού ουδαμώς ορατή τυγχάνει η νήσος, η φέρουσα σήμερον την ονομασίαν Ιθάκη, παρεμβαλλομένου του όγκου της ση­μερινής καλουμένης Κεφαλληνίας και δη των περιοχών Πυλάρου και Ερίσου. και αφού δεν ήτο ορατή εντεύθεν η σημερινή Ιθάκη, ούτε πλησίον θα έκειτο, ούτε ταυτηνί την νήσον Ιθάκην θα ηδύνατο να είπη των εγχωρίων τις, εάν μη ενόει τας επαρχίας Κρα­ναίας και Σάμης της σημερινής Κεφαλληνίας, αίτινες απετέλουν καθ’ ημάς την ομηρι­κήν νήσον Ιθάκην», Αρχαιολογικαί σημειώσεις. Η ομηρική Ιθάκη, Μέρος Β΄.
  41. Οι δυο αυτοί τόμοι (Ευαγγέλου Σπυρ. Τσιμαράτου, Φιλολόγου, Αρχαιολογικαί σημειώ­σεις. Ομηρική Ιθάκη, Μέρη [= τόμοι] Α΄, Β΄, x.x.) στάλθηκαν σε βιβλιοθήκες, αρ­χαιολογικές σχολές και σε ερευνητές των ομηρικών θεμάτων.
  42. Ευαγγέλου Σπ. Τσιμαράτου, φιλολόγου, Ποια η ομηρική Ιθάκη, έκδοση Εταιρείας Μελέ­της Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1998. Δεύτερη έκδοση από την ίδια Εταιρία έγινε το 2001 με τη χορηγία της κ. Ράνιας Τσιμαράτου – Μαντά.
  43. Από τα «Κατάλοιπα» λείπουν τα χειρόγραφα αυτού του Γ΄ μέρους, ενώ υπάρχει το σχε­τικό κείμενο σε δακτυλογραφημένες σελίδες.
  44. Στα «Κατάλοιπα» βρίσκονται δύο «σχεδιάσματα», όχι τελειωμένα, ενώ το τρίτο είναι σχεδόν ολο­κληρωμένο, αποτελούμενο από τέσσερις πράξεις και 360 τετράστιχες στρο­φές, αν αφαιρέσουμε αρκετές διαγραμμένες.
  45. Έχουν διασωθεί έξι «σχεδιάσματα». Από αυτά το τελευταίο, από το οποίο λείπουν οι πέ­ντε πρώ­τες σελίδες, περιλαμβάνει 233 πεντάστιχες στροφές, σε γλώσσα καθαρεύ­ουσα, οι οποίες αντιστοιχούν σε 276 τετράστιχες στροφές, γραμμένες στη δημοτική.
  46. Έγραφε στον «Πρόλογο» αυτής της μελέτης: «Τα ετυμολογικά σημειώματα και αι ετυμο­λογικαί εργασίαι δεν δύνανται και δεν οφείλουσι να περιορίζωνται επί τα καθα­ρώς και αποκλειστικώς ετυμολογικά και γλωσσολογικά και γλωσσοπλαστικά πεδία μιας γλώσσης. Τα ετυμολογικά σημειώματα δεν δύνανται να υπάρξωσι και να ζήσωσι, να εργασθώσι και να καρποφορήσωσιν ανεξαρτήτως της όλης γλώσσης και του σχημα­τισμού αυτής, τον οποίον μάλιστα σχηματισμόν μετά του τυπικού και του συντακτικού απεργάζονται και συναπαρτίζουσιν. Οι δε φιλόλογοι, ως καλαί μέλισσαι, από πολλών γλωσσολογικών ανθέων και φαινομένων μιας γλώσσης οφείλουσι να συλλέγωσι την αναγκαιούσαν γλωσσολογικήν γύριν διά την κατεργασίαν του μέλιτος της αληθείας και της προόδου, της γνώσεως και της τελειοποιήσεως εν πάση επιστημονική εργασία και συνεπώς και εν τη ετυμολογία. […] Άλλως τε και τα ετυμολογικά σημειώματα δεν αρ­κούνται και δεν περιορίζονται εις την μίαν και μόνην, αρχικήν και πρωτόγονον ση­μα­σίαν και θεματικήν ρίζαν, αλλ’ όπως εκ μιάς και της αυτής ρίζης πολλοί και ποικιλό­μορφοι, αλλά συγγενείς και αλληλοεξαρτώμενοι παράγονται κλάδοι, τοιουτοτρόπως εξενός και του αυτού θέματος και άλλα θέματα συγγενή σχηματίζονται κατά τους γλωσσοπλαστικούς κανόνας μιας γλώσσης, και εκ μιάς και της αυτής αρχεγόνου σημα­σίας ποικίλα παρουσιάζονται εκβλαστήματα, συγγενή όμως και αλληλένδετα σημασιο­λογικώς».
  47.  «Εάν δε πάλιν άπαν το εις τους διαφόρους πολέμους χυθέν ανθρώπινον αίμα ηδύνατο ίνα μεταβληθή εις γλυκύ κελαρύζοντος ρυακίου ύδωρ, […] κινούν διά της δυνάμεώς του παν εργοστάσιον και φέρον επί των νώτων αυτού τας σημαίας της ειρήνης μόνον και της αγάπης, της συγκοινωνίας [= επικοινωνίας] και του εμπορίου», Επιμνημόσυνος λό­γος (στο ναό του Παντοκράτορα στο Ληξούρι, κατά το μνημόσυνο του Στάμου Πετρί­τση, 9 Ιουνίου 1910).
  48. «Τούτων δ’ ούτως εχόντων ανυψούται και ανεγείρεται το σχολείον, ως ενωτικός και αδιάρρηκτος κρίκος των δυστυχιών ή του σκότους του παρελθόντος μετά των ελπίδων ή του φωτός του μέλλοντος», ό.π.
  49. «Επειδή πάσα οικοδομή δεν αποτελείται εκ μεγάλων μόνον λίθων, αλλά πολλώ πλειοτέ­ρων μικρών, ούτω και τα έθνη δεν αποτελούνται και δεν προοδεύουν μόνον διά του ενός και μεγάλου αλλά διά των απείρων μικρών, οίτινες προπαρασκευάζουσι την οδόν και την έλευσιν και το έργον του Μεγάλου», Επίλογος (πρόκειται για τον επίλογο κάποιου δοκιμίου, άγνωστου σε μας).
  50. «Η Ελλάς αποτελεί ιδέαν και φιλοσοφίαν, παγκόσμιον αρετήν και χριστιανικήν θρη­σκείαν, ελευθερίαν και πολιτισμόν, πράγματα δήλον ότι ανεξάρτητα τόπου και χρό­νου, έχοντα όρια την οικουμένην πάσαν, κυριαρχούντα δε και βασιλεύοντα επί της αν­θρωπότητος ολοκλήρου εις αιώνας αιώνων», Ευ. Τσιμαράτου, Επίκαιρα πατριωτικά έργα, Αργοστόλιον 1913, «Πατριωτικός λόγος εκφωνηθείς κατά την σχολικήν εορτήν του Ελλην. Σχολείου Ληξουρίου τη 14 Ιουνίου 1913», σ. 32.
  51. «Δι’ ημάς τους Έλληνας είναι πάσα η Ελλάς από του Αίμου μέχρι του Μαλέα και από του Ευξείνου μέχρι Αδριατικού πελάγους. Πατρίς μας είναι όσον μέρος της ωραίας γης λαλεί την αρμονικήν μας ελληνικήν γλώσσαν», [Εναρκτήριος λόγος], ό.π. «Η ένδοξος και αθάνατος Ελλάς, η αναπαύουσα την κεφαλήν επί του Αίμου και λούουσα τους πό­δας εις την μεταξύ Κρήτης και Αλεξανδρείας θάλασσαν, η παίζουσα διά μεν της αρι­στεράς μετά των κυ­μάτων του Ευξείνου πόντου, διά δε της δεξιάς η μεταλαμπαδεύ­ουσα τας επιστήμας και τας τέχνας εις την Ιταλίαν και εκείθεν εις την λοιπήν Ευρώ­πην», Ευ. Τσιμαράτου, ό..π.,«Επιμνημόσυνος λόγος τω εθνομάρτυρι της Μακεδονίας Παύλω Μελά», σ. 7.
  52. «Γνωρίζουσιν οι Έλληνες πώς να ελευθερώσωσι την πατρίδα του Βασιλείου του Μεγά­λου […] Γνωρίζουσιν οι Έλληνες την οδόν την άγουσαν εις την Κωνσταντινούπολιν και την Αγίαν Σοφίαν και δύνανται σήμερον οι πιστοί της Ελλάδος χριστιανοί, πριν συ­μπληρωθώσιν ολόκληροι πέντε αιώνες, να αποπερατώσωσι την διακοπείσαν τω 1453 λειτουργίαν της Αγίας Σοφίας», Η εκατονταετηρίς (ομιλία για την εκατονταετηρίδα της Επανάστασης του 1821. εκφωνήθηκε ίσως στο ναό του Παντοκράτορα στις 25-3-1921).
  53. Σε επιμνημόσυνο λόγο του στον Γεώργιο Α΄ εξεθείαζε την προσφορά του βασιλιά στο ελ­ληνικό κράτος και έθνος. Υποστήριζε, μάλιστα, ότι ο Γεώργιος Α΄  «ηλευθέρωσε την Επτάνησον και την Θεσσαλίαν, τη Μακεδονία και την Ήπειρον, την Κρήτην και την Σάμον», Ευ. Τσιμαράτου, ό.π., «Επιμνημόσυνος λόγος εκφωνηθείς εν τω εν Ληξουρίω Ναώ του Παντοκράτορος κατά το μνημόσυνον του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, τη 20 Μαρτίου 1913», σ. 22. Το 1947, με την ευκαιρία του θανάτου του βασιλιά Γεωργίου Β΄, δημοσί­ευσε ποίημά του στην εφημερίδα του Αιγίου Ο Αιγιώτης, 3-4-1947, με τίτλο «Η είδησις».
  54. Θεωρούσε ξένο προς τον εαυτό του «πάντα σοσιαλιστικόν και κοσμοπολιτικόν στοχα­σμόν», [Επιμνημόσυνος λόγος] (στο ναό του Παντοκράτορα για τους νεκρούς Κεφαλο­νίτες των Βαλκανικών Πολέμων – άγνωστο πότε εκφωνήθηκε), ενώ απέκρουε τη δαρ­βινική θεωρία στο δοκίμιό του με τίτλο «Δαρβίνος».
  55. «Εφ’ όσον Χριστιανισμός και Ελληνισμός συνεργάζονται και συνεννοούνται, δυνά­μεθα υπερηφάνως πάντες πάντοτε και πανταχού να κραυγάζωμεν “Ζήτω η Ελλάς”», 25η Μαρτίου (ομιλία, άγνωστο πού και πότε εκφωνήθηκε).
  56. «Αλλοίμονον δε εις τους ανθισταμένους ή χωλαίνοντας και παραμελού­ντας ή περιφρονούντας εν τούτων. Οι τοιούτοι αρνούμενοι Πίστιν και Πατρίδα αρ­νούνται τον ανθρωπισμόν των», Πανηγυ­ρικός 25ης Μαρτίου (εκφωνήθηκε σε αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου Μακρυωτίκων, Μάρτιος 1903).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου