Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΓΙΑ ΤΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ




 Αναρτήθηκε στα kefalonitikanea, 3-12-2014.



          Πολύ καλά έκανε ο Γιάννης Κρούσος και δημοσιοποίησε ένα κείμενό του για το Ριζοσπαστισμό με αφορμή την Ημερίδα για τον Επτανησιακό Ριζοσπαστισμό, που διοργάνωσε πρόσφατα ο Σύνδεσμος Φιλολόγων και τα Αρχεία Ν. Κεφαλονιάς (19-11-2014). Δεν το «πήρα είδηση» έγκαιρα, γι’ αυτό και τούτο το κείμενό μου αρκετά καθυστερημένα έρχεται να … συζητήσει μαζί του. Δεν έχω σκοπό να «απαντήσω»· απλά και μόνο, με αφορμή το σχετικό κείμενο, θα προσπαθήσω να καταθέσω κάποιες σκέψεις  και να υπενθυμίσω κάποια γεγονότα (πολιτικά, διπλωματικά), τα οποία δεν μπορούμε να αγνοούμε, όταν αναφερόμαστε στο σχίσμα του ριζοσπαστικού κινήματος.

Παρά τις διαφοροποιήσεις τους διεξάγουν κοινό αγώνα

          Αναμφισβήτητα, οι ριζοσπάστες ήταν πρώτα απ’ όλα δημοκράτες. Εγώ θα έλεγα επαναστάτες της δημοκρατίας. Όμως, με βάση τη δημοκρατία, προχωρούσαν σε ουσιαστικό εμπλουτισμό της· με τη δημοκρατία ως θεμέλιο πετύχαιναν την οργανική σύνδεση του εθνικού, πολιτικού και κοινωνικού προβλήματος.
          Ωστόσο, είναι εξίσου αναμφισβήτητο ότι ανάμεσα στον Ηλία Ζερβό Ιακωβάτο και τον Ιωσήφ Μομφερράτο υπήρχαν επιμέρους διαφοροποιήσεις, όπως ανέφερα στην ομιλία μου σε εκείνη την Ημερίδα  – διαφοροποιήσεις όμως που δεν τους οδήγησαν ποτέ σε ρήξη. Και τούτο, γιατί προείχε στη συγκεκριμένη περίοδο της κοινής δράσης τους ο κοινός στόχος. Άλλωστε, εφόσον μιλάμε για κίνημα – και ο ριζοσπαστισμός ήταν κίνημα - είναι φυσικό, είναι λογικό να εκφράζονται μέσα σε αυτό κάποιες διαφοροποιήσεις, οι οποίες όμως δεν αναιρούσαν τις βασικές θέσεις του, δεν υπονόμευαν τον κοινό ενωτικό αγώνα.
           Για παράδειγμα, παρ’ όλο που και ο Ζερβός Ιακωβάτος και ο Μομφερράτος δέχονταν τη σύσταση δημοκρατικής πολιτείας, στα επιμέρους δεν είχαν οριστικοποιήσει κάποια συμφωνία. Διαφωνούσαν στην ειδική μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος: συνταγματική μοναρχία ο πρώτος, αβασίλευτη δημοκρατία ο δεύτερος. Ακόμη και το 1862, όταν στη ΙΒ΄ Ιόνια Βουλή ο Ζερβός Ιακωβάτος ζητούσε την αναστολή του εθνικού ζητήματος και πρότεινε τις βελτιώσεις, ο Μομφερράτος τον στήριξε (ο μόνος βουλευτής που τον στήριξε) ανεπιφύλακτα, παρ’ όλο που ο Ζερβός Ιακωβάτος είχε εκφραστεί υπέρ του Όθωνα.
          Εξάλλου, ποτέ οι δυο τους δεν έκρυψαν αυτές τους τις διαφορές. Τις παραδέχτηκε ο Ζερβός Ιακωβάτος στον επικήδειο για το συναθλητή του Μομφερράτο (όπου παραπέμπει και ο Γ. Κρούσος). Αλλά και ο Π. Πανάς (Βιογραφία Ιωσήφ Μομφερράτου, 1888) υπογράμμιζε ότι ο Μομφεράτος υπήρξε «η ενσάρκωσις της δημοκρατικής ιδέας». Μόνο που αυτή η «δημοκρατική ιδέα», αυτή η δημοκρατία του Μομφερράτου προχωρούσε παραπέρα, γιατί ο Μομφερράτος υποστήριζε το δόγμα της «πολιτικής και κοινωνικής ισότητας» (βλ. Π. Πανάς, Βιογραφία…).

Διαφορές μεταξύ Ζερβού Ιακωβάτου και Μομφερράτου

          Όταν στις 22 Ιανουαρίου 1849 δημοσιοποίησε τις προγραμματικές του θέσεις για την έκδοση της εφημερίδας του Αναγέννησις, έγραφε ο Μομφερράτος ότι επιζητούσε  «την λύσιν των μεγαλυτέρων πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων, για την ανάπτυξιν και διάδοσιν των υγιών πολιτικών και κοινωνικών αρχών, επί των οποίων πάσα καλώς ωργανισμένη πολιτεία πρέπει να στηρίζεται», διευκρίνιζε ότι  «εθνικότης λοιπόν και πολίτευμα, ιδού οι δύο αναγκαίοι, συσχετικοί  και συνυποτιθέμενοι όροι, εντός των οποίων οι λαοί ζώσι κοινωνικώς, αναπτύσσονται, και ενεργούντες έκαστος κατά την ιδίαν αυτού αποστολήν, συντελούσιν εις τον γενικόν σκοπόν της ανθρωπότητος», ενώ επέμενε ότι εκτός από «το δόγμα  της Ισότητος, Ελευθερίας, και Αδελφότητος» υφίστατο και «το δόγμα της κυριαρχίας του λαού, ως το υπέρτατον, απαράγραπτον και αναπαλλοτρίωτον δικαίωμα της κοινωνίας, […], ως το μόνον αληθές μέσον της καθιερώσεως πάσης κοινωνικής προόδου, ως την μόνην αληθινήν και νόμιμον πηγήν της πολιτικής εξουσίας», (βλ. Ι. Μομφερράτου, Πρόγραμμα, αλλά και εφημ. Ο Αληθής Ριζοσπάστης, φ.15, 27-9-1862· βλ επίσης εφημ. Αναγέννησις, φ. 3, 23-4-1849).   
          Επομένως, έχουμε εδώ την αρμονική σύζευξη πολιτικού και κοινωνικού. Για τον Μομφερράτο η αλλαγή της κοινωνικής οργάνωσης θα προέλθει από τον πολιτικό αγώνα· μέσα από την πραγματική, την αληθινή δημοκρατία θα ξεπηδήσει η κοινωνική αλλαγή. Γι’ αυτό στην ομιλία μου ανέφερα ότι ο Μομφερράτος, και στη συνέχεια ο Π. Πανάς, αποδέχονταν και «σοσιαλίζουσες» αντιλήψεις για οικονομική και κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη. Βέβαια, παίρνοντας πάντα υπόψη μας ότι το περιεχόμενο εκείνου του «σοσιαλισμού» διέφερε από εκείνο που οι Μαρξ και Ένγκελς καθόρισαν, καθώς στην προμαρξική περίοδο, και όσο αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, ο «κοινωνισμός» ή ο «σοσιαλισμός» ήταν ουσιαστικά η διευρυμένη αβασίλευτη δημοκρατία, που στηριζόταν στην εθνική ανεξαρτησία, στην καθολική ψηφοφορία και τη λαϊκή κυριαρχία. (Έχει κάνει παρόμοιες επισημάνσεις ο Γ. Κρούσος).
     Αντίθετα, οι προβληματισμοί του Ζερβού Ιακωβάτου δεν έφταναν σε τέτοιο σημείο. Από το 1850 είχε κατασταλάξει ότι δε χρειάζεται οποιαδήποτε κοινωνική μεταβολή στα Επτάνησα: «Όσοι [λαοί] είναι ακτήμονες και υποτελείς έχουν ανάγκην κοινωνικής μεταβολής. Όσοι δε δεσπόζονται ή προστατεύονται υπό ξένων, έχουν ανάγκην ανεξαρτησίας και εθνικής αποκαταστάσεως. Εις τον αριθμόν των τελευταίων υπαγόμεθα και ημείς», έγραφε στην εφημερίδα του Ο Φιλελεύθερος, φ. 10, 5-8-1850. Παραταύτα, αυτή του η αντίληψη δεν τον οδήγησε ποτέ στη σκέψη να περιορίσει το ριζοσπαστισμό. Και αργότερα θα γράψει, αποκρούοντας οποιαδήποτε σχέση με το σοσιαλισμό και τις συναφείς θεωρίες: «Μήπως είχε [ο ριζοσπαστισμός], λέγω, τοιαύτα αντικείμενα, ως έχουν αυτά βιομηχανικά και μεγάλα τινά έθνη, ίνα κηρύξη και αυτός τας αλλοκότους θεωρίας των κοινωνιστών και τας ανηθίκους ιδέας των κοινοκτημόνων ή τας χαοτικάς των μηδενιστών»; (Βλ. Η. Ζερβός Ιακωβάτος, Η επί της Αγγλικής Προστασίας Επτανήσιος Πολιτεία, 1969).

Ριζοσπαστισμός - Επιρροές  αλλά και προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες

    Μελετώντας τις ριζοσπαστικές εφημερίδες εύκολα διαπιστώνει κανείς τις πολιτικο-ιδεολογικές επιρροές από τη Δύση. Και τούτο είναι εξηγήσιμο με βάση τη δεδομένη γεωγραφική θέση των Επτανήσων με τη Δυτική Ευρώπη αλλά  και τις σπουδές των νέων στα πανεπιστήμια κυρίως της Ιταλίας καθώς και την εκεί συμμετοχή τους σε επαναστατικές οργανώσεις (βλ. την ενδιαφέρουσα μελέτη του Α. Λιάκου, «Η διάθλαση των επαναστατικών ιδεών στον ελληνικό χώρο, 1830-1850», Τα Ιστορικά,1983). Οι μελετητές του ριζοσπαστισμού αναφέρονται σε επιρροές από τις Γαλλικές Επαναστάσεις του 1789 και 1848, από τον καρμποναρισμό και το Risorgimento (την ενωτική δηλαδή κίνηση) της Ιταλίας,  από τις θέσεις του Ιταλού πολιτικού και στοχαστή Mazzini.  Η αρχή των εθνοτήτων, που ήταν το βασικό αίτημα του 19ου αιώνα, καθώς και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας παρέμεναν τα βασικά αιτήματα στο ριζοσπαστικό λόγο.

Για την Εκκλησία και τους λειτουργούς της
  
Είναι ανάγκη να τονιστεί ότι ο ριζοσπαστισμός κατά τη διαμόρφωσή του έλαβε σοβαρά υπόψη του τις τοπικές συνθήκες και πολιτισμικές παραδόσεις των Επτανησίων. Για παράδειγμα, ο ριζοσπαστισμός, αν και γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, δε συγκρούστηκε με το θρησκευτικό αίσθημα των Επτανησίων και δεν έθεσε σε αμφισβήτηση την υπόσταση της θρησκείας ως κοινωνικού θεσμού, καθώς έλαβε υπόψη του παγιωμένες παραδόσεις και νοοτροπίες των νησιωτών. Η εναντίωσή του προς την τοπική Εκκλησία  προσαρμόστηκε στις ανάγκες του ενωτικού αγώνα: πολέμησε τον «αγγλοχειροτόνητο» μητροπολίτη Κοντομίχαλο, ενώ προστάτευσε τους κληρικούς από τις αυθαιρεσίες του, με τους οποίους επιδίωξε γόνιμη συνεργασία.
   Παράλληλα, μέσα κυρίως από τις εφημερίδες του, η όποια κριτική του σκοπό είχε να επαναφέρει την Εκκλησία στις πρωτοχριστιανικές αρχές της, μέσα από την αναβίωση του αυθεντικού νοήματος και την ουσιαστική εφαρμογή του ευαγγελικού λόγου. Το «δόγμα της Ισότητος, Ελευθερίας, και Αδελφότητος», το τρίπτυχο δηλαδή της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, υπήρξε αρχικά χριστιανική σύλληψη, που αργότερα μέσω της Επανάστασης μεταφέρθηκε από το χριστιανικό στον πολιτικό κόσμο, για να καταστεί «το μέλλον πολιτικόν θρήσκευμα πάσης της ανθρωπότητος», υποστήριζε στο Πρόγραμμα της εφημ. Αναγέννησις ο Μομφερράτος.       Για τους ριζοσπάστες η προάσπιση της ορθόδοξης πίστης δεν ήταν απλά και μόνο υποχρέωση θρησκευτική αλλά κυρίως πολιτική, καθώς τη συγκεκριμένη περίοδο η ορθο­δοξία, ασκώντας πατριωτική επίδραση, συν­δεόταν ανεπιφύλακτα με την εθνική αποκατά­σταση του  ελληνισμού.  Ήθελαν, λοιπόν, τον ορθό­δοξο κλήρο πολιτικό συμπαρα­στάτη τους στον ενωτικό τους αγώνα.

 Ριζοσπάστες (Ι. Μομφερράτος) και ενωτιστές (Κ. Λομβάρδος)

           Ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος διέγραψε τη δημοκρατική/κοινωνική παράμετρο του ριζοσπαστισμού, με αναπόφευκτη συνέπεια να έρθει σε αντιπαράθεση με τους γνήσιους, τους αληθινούς ριζοσπάστες και κυρίως με τον Μομφερράτο. Οι επιστολές που το 1858 αντάλλαξαν μεταξύ τους περιέγραφαν τα σημεία διαφωνίας και σύγκρουσης.  Το κύριο διακύβευμα ήταν το κοινωνικό περιεχόμενο του ριζοσπαστισμού. Ο Μομφερράτος έκανε λόγο για «δημοκρατικό ριζοσπαστισμό», για πολιτική και κοινωνική ανάπλαση, την οποία ο Λομβάρδος απέρριπτε, ισχυριζόμενος ότι ο Ριζοσπαστισμός δεν ήταν ποτέ κίνημα με «κοινωνιστικό» περιεχόμενο: «Πότε, φίλτατε Ιωσήφ, έγραφε στον Μομφερράτο, ο λαός της Επτανήσου, συνεταύτισε το ζήτημα της εθνικής αποκαταστάσεως μετά του ζητήματος της εφαρμογής της δημοκρατίας εις το πολίτευμα και του κοινωνισμού ή κομμουνισμού εις την πολιτείαν;» (επιστολή Λομβάρδου προς Μομφερράτο, 28 Ιουλίου 1858).
          Σίγουρα ο Λομβάρδος, για τους δικούς του λόγους, όξυνε τα πράγματα, κάνοντας λόγο για «κοινωνισμό» ή «κομμουνισμό», όμως  αναντίρρητα ο ριζοσπαστισμός, όπως υποστήριζε ο Μομφερράτος,  «δεν ηδύνατο, ουδέ άλλως δύναται, ειμή εξ ανάγκης να συμβαδίζη με τον ευρωπαϊκόν και καθόλου ριζοσπαστισμόν, τον αποβλέποντα εις την εκρίζωσιν πάσης τυραννίας, και εις την πολιτικήν και κοινωνικήν ανάπλασιν των λαών· επομένως, και με τα κηρύγματα των απανταχού προμάχων και μαρτύρων της ελευθερίας και του δικαίου» (άρθρο Μομφερράτου στην εφημ. Αναγέννησις, φ. 59, 16-5-1859).

Αντίδραση του ριζοσπαστικού «Δημοτικού Καταστήματος»

          Το 1859 οι ριζοσπάστες  του «Δημοτικού Καταστήματος» (της πολιτικής ριζοσπαστικής λέσχης) του Αργοστολιού κατάγγειλαν την ενωτική διακήρυξη της ΙΑ΄ Ιόνιας Βουλής (Ιαν. 1859), η οποία με πρωτοβουλία των ενωτιστών ψηφίστηκε και υποβλήθηκε στην Αγγλίδα βασίλισσα ως «ικετήρια αναφορά». Η εθνική ενοποίηση, η συγκρότηση ενιαίου εθνικού κράτους είναι δικαίωμα των λαών, διακήρυξαν οι ριζοσπάστες, και δεν επιτρέπονται παρακλήσεις και ικεσίες. Είναι απαίτηση του επτανησιακού λαού η ένωσή του με το υπόλοιπο ελληνικό έθνος και δεν επαφίεται στην καλή θέληση οποιασδήποτε βασίλισσας. Είναι προφανές ότι και σε αυτό το θέμα, που είναι ζήτημα τακτικής, διαφωνούσαν ριζοσπάστες και ενωτιστές, ακριβώς γιατί είχαν πια τελείως διαφορετική θεώρηση των πολιτικών πραγμάτων.  
          Όλα τα παραπάνω είναι στοιχεία που δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοούνται. Ο λόγος ήταν για το περιεχόμενο της Ένωσης και γενικότερα του ριζοσπαστικού κινήματος.  Η διαφωνία δηλαδή και η σύγκρουση Λομβάρδου – Μομφερράτου ήταν σύγκρουση ιδεολογικοπολιτική. Επομένως, η ιδεολογικοπολιτική απόσταση μεταξύ γνήσιων ριζοσπαστών και ενωτιστών και η διαφορετική τακτική τους στο ζήτημα της Ένωσης είναι τα προφανή εκείνα στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη δύο διαφορετικών γραμμών μέσα στο ριζοσπαστικό κίνημα, αν δεχτούμε ότι οι ενωτιστές συνιστούσαν την απόκλιση μέσα στο κίνημα.  

Τα «κομιτάτα ενέργειας»

             Στο μεταξύ, οι ενωτιστές αποδεχόμενοι ουσιαστικά την αγγλική πολιτική για το Επτανησιακό Ζήτημα, συνέβαλαν και μέσα στη Βουλή με την ψήφο τους στην αγγλόπνευστη Ένωση. Προηγουμένως, είχαν δραστηριοποιηθεί για την ίδρυση των λεγόμενων «κομιτάτων ενέργειας», προκειμένου να πετύχουν την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα μέσα από τη λύση του Ιταλικού και του Ανατολικού Ζητήματος, στο πλαίσιο της προετοιμαζόμενης βαλκανικής εκστρατείας του Γαριβάλδη.
           Σημειώνουμε εδώ ότι οι Κεφαλονίτες ριζοσπάστες Ζερβός Ιακωβάτος και Μομφερράτος ήταν αντίθετοι με τη σύνδεση του Επτανησιακού Ζητήματος με την κίνηση του Γαριβάλδη – ο πρώτος επειδή δε θεωρούσε το στρατηγό Γαριβάλδη ικανό πολιτικό, καθώς επιπλέον η όλη κίνησή του θα προκαλούσε αναστάτωση στο ελληνικό κράτος με σίγουρη κατάληξη την έξωση του Όθωνα, (αυτά ισχυρίζεται ο ίδιος στη Βιογραφία του, 1974) και ο δεύτερος επειδή έπρεπε οι Επτανήσιοι και γενικότερα οι Έλληνες πρώτα να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις μετά από μια επίμονη και ολοκληρωμένη προετοιμασία – κάτι που δε φαινόταν να υπάρχει, (βλ. εφημ. Ο Αληθής Ριζοσπάστης, φ. 1, 15/27-9-1862).

Η αγγλική διπλωματία

         Χρήσιμο, ωστόσο, είναι να γνωρίζουμε ότι η Αγγλία, για τα δικά της συμφέροντα, ήταν υπέρ της ενοποίησης της Ιταλίας, την οποία (ενοποίηση) πολιτικά και διπλωματικά στήριζε, ενώ την ίδια στιγμή υπονόμευε την ενοποίηση της Ελλάδας, καθώς ήταν κατά του επτανησιακού ενωτικού αγώνα και υπέρ της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ενδιέφερε η χειραγώγηση του ελληνικού κράτους. Γι’ αυτό και προσπαθούσε να συνδυάσει τη λύση του Επτανησιακού Ζητήματος με τον έλεγχο της Ελλάδας.  
           Το σχέδιο της αγγλικής διπλωματίας για την ίδρυση επτανησιακής ηγεμονίας (με προοπτική την ένταξη σε αυτήν της Ηπείρου και της Θεσσαλίας) υπό τον πρίγκιπα Αλφρέδο, δευτερότοκο γιο της Αγγλίδας βασίλισσας Βικτωρίας το 1859 (αναφέρθηκε σε αυτό ο Γ. Κρούσος), έγινε αποδεκτό από τους μεταρρυθμιστές, αλλά έντονα αντέδρασαν οι ενωτιστές, (βλ. σχετικά Π. Χιώτης, Ιστορία του Ιονίου Κράτους από συστάσεως αυτού μέχρις ενώσεως (1815-1864), τ. Β΄, 1877). Ο Λομβάρδος με άρθρο του κατάγγειλε το αγγλικό σχέδιο, το οποίο υλοποιούμενο θα διαιρούσε το ελληνικό έθνος και θα υπονόμευε την ίδια την ύπαρξη του υπάρχοντος ελληνικού κράτους, (βλ. εφημ. Φωνή του Ιονίου και Ρήγας, φ. 6, 7-11-1859).
          Αφού διαπίστωσε η Αγγλία ότι το παραπάνω σχέδιο δε θα είχε επιτυχία, απευθύνθηκε στο βασιλιά Όθωνα – ίσως δεν είναι γνωστή αυτή η αγγλική διπλωματική κίνηση - και του πρότεινε την παραχώρηση των Επτανήσων με την προϋπόθεση να σταματήσει κάθε ενέργεια διεύρυνσης των ελληνικών συνόρων απέχοντας από κάθε επιθετική δράση κατά του Σουλτάνου, αλλά ο βασιλιάς δε συμφώνησε. Για πρώτη φορά η πρόταση στον Όθωνα έγινε το 1861 μέσω του Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Σπ. Τρικούπη και για δεύτερη φορά το 1862 (χωρίς όμως την Κέρκυρα) μέσω του Άγγλου πρεσβευτή στην Αθήνα Ε. Έλλιοτ, (βλ. Π. Χιώτης, Ιστορία…, τ. Β΄). Αλλά η αγγλική διπλωματία, επειδή, προφανώς, ανέμενε την αρνητική στάση του Όθωνα, είχε ήδη αρχίσει να προσανατολίζεται προς την έξωσή του, προσδοκώντας, μετά από αυτήν, την εγκαθίδρυση νέας βασιλικής δυναστείας, υπάκουης στα κελεύσματά της.   

Προς την αγγλόπνευστη Ένωση

          Έτσι και έγινε. Μετά την επανάσταση της 10ης Οκτωβρίου 1862 και την έξωση του Όθωνα, η Αγγλία μπορούσε να παραχωρήσει τα Επτάνησα στην Ελλάδα, εφόσον ο νέος ηγεμόνας θα σεβόταν το δόγμα της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αγγλική διπλωματία, αφού συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην έξωση του Όθωνα, θα παίξει τώρα καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του νέου ηγεμόνα.
         Ο ελληνικός λαός πανηγυρικά με δημοψήφισμα προέκρινε την υποψηφιότητα του Άγγλου πρίγκιπα Αλφρέδου για τον ελληνικό, τώρα, θρόνο. Η Β΄ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων  αναγόρευσε τον Ιανουάριο του 1863 τον Αλφρέδο ως νέο βασιλιά της χώρας. Ποιο ήταν όμως, «το κόλπο» της Αγγλίας; Η τελευταία, αν και γνώριζε πολύ καλά ότι ο Αλφρέδος δεν μπορούσε να γίνει βασιλιάς της Ελλάδας με βάση το Πρωτόκολλο του 1830 της ανεξαρτησίας της Ελλάδας (δεν επιτρεπόταν να δοθεί ο ελληνικός θρόνος σε γόνους των βασιλικών οικογενειών των Μ. Δυνάμεων), δεν έκανε καμιά δημόσια παρέμβαση για την αποτροπή της υποψηφιότητας του Αλφρέδου. Αντίθετα, άφησε τον ελληνικό λαό να τον ψηφίσει και την ελληνική Εθνοσυνέλευση να τον επιλέξει ως νέο βασιλιά. Ήθελε, έτσι, να σφυγμομετρήσει την ελληνική πλευρά. Και το κατάφερε. Η ελληνική πλευρά με τη συμπεριφορά της έδειξε πως είναι σύμφωνη με την αγγλική πολιτική και άρα η αγγλική διπλωματία μπορούσε να κινηθεί πιο άνετα μεταξύ των Μ. Δυνάμεων για την τελική επιλογή του νέου βασιλιά.
         Η Αγγλίδα βασίλισσα Βικτωρία, αφού ευχαρίστησε τους Έλληνες για την προτίμησή τους στο γιο της, τους προέτρεψε να επιλέξουν άλλον ηγεμόνα, ενώ δήλωσε ότι, αν η Ιόνια Βουλή εκφράσει την επιθυμία για  Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, είναι έτοιμη να την πραγματοποιήσει. Όλα, λοιπόν, προχωρούσαν με βάση τις μεθοδεύσεις της αγγλικής διπλωματίας. Επιλέχθηκε από την Αγγλία ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Δανίας Γεώργιος, τον ψήφισε η ελληνική Εθνοσυνέλευση (Μάρτιος (1863) και ο ίδιος αποδέχτηκε το ελληνικό στέμμα (Μάϊος 1863) με τον όρο να γίνει η Ένωση των Επτανήσων. Στα αγγλοκρατούμενα Ιόνια νησιά τον Ιούλιο προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη νέας Βουλής, η οποία μοναδικό έργο θα είχε, σύμφωνα με την αγγλική υπόδειξη, να διατυπώσει επίσημα την επιθυμία των Επτανησίων για Ένωση.

Ένωση χωρίς τους ριζοσπάστες

         Οι γνήσιοι ριζοσπάστες Ζερβός Ιακωβάτος και Μομφερράτος είχαν αντιληφθεί τα σχέδια της αγγλικής διπλωματίας. Ο πρώτος έκανε λόγο για καθαρή «συνωμοσία»: η έξωση του Όθωνα και η Ένωση των Επτανήσων «ήσαν όροι κρύφα συνομολογηθέντες», ώστε η νέα κατάσταση που θα προέκυπτε θα ήταν «επί βλάβη ουχί επ’ ωφελεία της Ελλάδος», (βλ. το έργο του Η. Ζερβού Ιακωβάτου, Αι δύο πρωτεύουσαι της Ανατολής κατά το 1858 και 1860 και η διπλωμα­τία μετά της Ελλάδος, 1873).  Ο Μομφερράτος, που προσδοκούσε μετά την έξωση του Όθωνα την καθιέρωση αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα, κατάγγειλε τις διαδικασίες για επιλογή νέου ηγεμόνα και τόνισε την ύποπτη προθυμία της Αγγλίας να παραχωρήσει τα Επτάνησα, ενώ υπογράμμιζε ότι δεν τιμά τους τίμιους αγωνιστές μια Ένωση υπό όρους (βλ. αρθρογραφία του Μομφερράτου στην εφημ. Ο Αληθής Ριζοσπάστης, φ. 11, 24-11-1862, φ. 17, 5/17-1-1863, φ. 21, 2/14-2-1863, φ. 25, 25-2/14-3-1863, φ. 26, 9/21-3-1863 κ.ά.). Γι’ αυτό ακριβώς Ζερβός Ιακωβάτος και Μομφερράτος δε θα συμμετείχαν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1863.
        Αντίθετα, ο Λομβάρδος ήταν ενθουσιασμένος με τις εξελίξεις, παρά τις κάποιες επιφυλάξεις του για σημεία της αγγλικής τακτικής. Υποστήριζε ότι μπορεί και πρέπει τώρα να προχωρήσει η Ένωση. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Όχι μόνον τον διάβολον, αν στείλωσι βασιλέα εις την Ελλάδα, αλλ’ έτι χειρότερον, ήθελα δεχθή την ένωσιν ως νίκην της εθνικής ιδέας, καίτοι είναι ένωσις της Ελλάδος μετά της Επτανήσου και όχι ταύτης μετ’ εκείνης», (βλ. Δ. Καλογερόπουλος, «Από την ανέκδοτον αλληλογραφίαν του Κ. Λομβάρδου και Κ. Σαούλη», Κερκυραϊκά Χρονικά, 1967).  Τόσο αυτός μαζί με τους ενωτιστές, όσο και όλοι οι άλλοι βουλευτές (καταχθόνιοι και μεταρρυθμιστές) της τελευταίας, ΙΓ΄, ιόνιας Βουλής ψήφισαν στις 19 Σεπτεμβρίου 1863 την Ένωση, η οποία ουσιαστικά επέβαλλε την αγγλική προστασία στο ελληνικό κράτος.              
           «Αγυρτεία» χαρακτήρισε ο Ζερβός Ιακωβάτος την παραπάνω πολιτική της Αγγλίας απέναντι στα Επτάνησα και την Ελλάδα. Και την «οδόν της αγυρτείας», πάντα κατά τον Ζερβό Ιακωβάτο, ακολούθησε ο Λομβάρδος, ο οποίος, συμπλέοντας με την αγγλική διπλωματία, υπήρξε ο κύριος υπεύθυνος της «στρεβλής ενώσεως». Παραμένοντας, μάλιστα, ο Ζακυνθινός πολιτικός «πιστός εις την αγυρτείαν και την ξενολατρείαν», μετατράπηκε, σύμφωνα με τον Κεφαλονίτη ριζοσπάστη, σε «Εφιάλτην του ενωτικού ζητήματος». (Αυτά αναφέρει ο Ζερβός Ιακωβάτος στο ανέκδοτο έργο του Ο εν Ζακύνθω Ριζοσπαστισμός, 1888).

          Τα παραπάνω αποκαλύπτουν, νομίζω, τόσο τον καθοριστικό ρόλο της Αγγλίας στην τελική φάση του ενωτικού ζητήματος των Επτανήσων, όσο και την ιδεολογική απόσταση και τις ουσιαστικές διαφωνίες πολιτικής και τακτικής φύσης μεταξύ των ριζοσπαστών (Ζερβού Ιακωβάτου και Μομφερράτου) και των ενωτιστών (Λομβάρδου).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου