Δημοσιεύτηκε στηνΚυμοθόη, τ. 25 (2015), σσ. 97-128.
Ως Επτανησιακός
Ριζοσπαστισμός έχει οριστεί το πολιτικό εκείνο φαινόμενο, που εκδηλώθηκε από το
1848 μέχρι το 1864 στα Ιόνια νησιά, τα οποία από το 1815 βρίσκονταν κάτω από
Βρετανική Προστασία.
Η λέξη «Ριζοσπαστισμός» με το κοινωνικό και πολιτικό της περιεχόμενο
προέρχεται από τη γαλλική πολιτική ορολογία, με ρίζες που φτάνουν βέβαια μέχρι
τις ιδεολογικοπολιτικές διαμάχες του βρετανικού 17ου αιώνα,
αν
και ο χαρακτηρισμός του «ριζοσπάστη» δόθηκε στα Επτάνησα όχι από τους φορείς
αλλά από τους αντιπάλους του Ριζοσπαστισμού.
Το
επίθετο «Επτανησιακός» σηματοδοτεί οπωσδήποτε το συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο,
ταυτόχρονα όμως
καθορίζει και μια
ειδολογική κατάταξη σε σχέση με τον πολιτικό Ριζοσπαστισμό του 19ου αιώνα στη
δυτική αλλά και τη νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς μέσα στο ιδιαίτερο ιόνιο
χωροχρονικό πλαίσιό του απέκτησε τα δικά του ξεχωριστά χαρακτηριστικά, με βάση
τις τοπικές
συνθήκες, τις πολιτισμικές παραδόσεις και τις σπουδαίες προδρομικές
καταβολές.
Ο Επτανησιακός Ριζοσπαστισμός συνιστούσε
ένα κίνημα, ένα λαϊκό κίνημα,
το οποίο
συναπαρτίστηκε από διάφορα τόσο στην προέλευση όσο και στην ιδεολογία κοινωνικά
στρώματα, η πολιτική έκφραση των οποίων εναντιωνόταν μέσα από συγκροτημένη
δραστηριότητα στις κυρίαρχες επτανησιακές κοινωνικές και πολιτικές ομάδες και στην
ξενική - Βρετανική – Προστασία αποβλέποντας, μέσα από την ανατροπή του
ισχύοντος καθεστώτος,
στην εδραίωση δημοκρατικής πολιτείας με κοινωνικά χαρακτηριστικά. Κάτω
από το Ριζοσπαστισμό στεγάστηκαν τα συμφέροντα, εκφράστηκαν τα πολιτικά
«πιστεύω» και αναπτερώθηκαν οι ελπίδες μεσοαστικών, μικροαστικών και κατώτερων
κοινωνικών στρωμάτων (καλλιεργητές στην ύπαιθρο και εργαζόμενοι στις πόλεις).
Γι’ αυτό ακριβώς ο Ριζοσπαστισμός στα Επτάνησα εκφράστηκε μέσα από ένα φάσμα
διαβαθμίσεων του πολιτικού ριζοσπαστισμού, χωρίς όμως να χάνει τα κύρια
γνωρίσματά του. Και αυτό είναι κατανοητό, αφού ο Ριζοσπαστισμός στο Ιόνιο πήρε
κινηματική μορφή και λειτούργησε ως λαϊκό κίνημα.
Οι
διαβαθμίσεις αυτές διαπιστώνονται και τεκμηριώνονται με βάση το λόγο και την
πράξη των φορέων και εκφραστών τους: ο λόγος έχει
αποτυπωθεί στα έντυπα μέσα της εποχής εκείνης
(εφημερίδες, φυλλάδια, επιστολές κ.λπ.) και μέσα από τις αγορεύσεις των
βουλευτών της ριζοσπαστικής παράταξης στην Ιόνια Βουλή, ενώ η πράξη έχει
καταγραφεί μέσα από τις ποικίλες δραστηριότητες των πολιτικών λεσχών του
κινήματος και τη δράση των ριζοσπαστών
βουλευτών. Η πολιτική δράση του Ριζοσπαστισμού πρωτοεκδηλώθηκε
δημόσια στην Κεφαλονιά το 1848 –όταν με τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του
αρμοστή
Seaton
παραχωρήθηκε το δικαίωμα της ελευθεροτυπίας και τον επόμενο χρόνο το δικαίωμα
της ελεύθερης εκλογής των βουλευτών
– και
γρήγορα
εξαπλώθηκε στο νησί, μπόλιασε και τη Ζάκυνθο και δεν άργησε να δημιουργήσει
σοβαρές εστίες και στα άλλα ιόνια νησιά.
Κύριος εκφραστής του Επτανησιακού
Ριζοσπαστισμού υπήρξε ο Κεφαλονίτης Ιωσήφ Μομφερράτος, ο οποίος σε ολόκληρη την
πολιτική του σταδιοδρομία έδειξε καταπληκτική συνέπεια και αξιοθαύμαστο
αγωνιστικό ήθος.
Αυτός, μαζί με το αίτημα
της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, έθετε και γενικότερα ζητήματα εθνικής
και λαϊκής κυριαρχίας, όπως προέβλεπε η ιδεολογία του πολιτικού Ριζοσπαστισμού:
εθνική αποκατάσταση του συνόλου των Ελλήνων σε ένα κράτος ελεύθερο και
ανεξάρτητο χωρίς καμιά ξενική επιρροή, δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος
στη βάση της αβασίλευτης δημοκρατίας, της καθολικής ψηφοφορίας και της λαϊκής
κυριαρχίας, κατάργηση των φεουδαρχικών σχέσεων και οικονομικός φιλελευθερισμός,
«δημοκρατική ανάπλαση της Ανατολής» και συγκρότηση «Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας».
Πλάι
σε αυτόν είχε σταθεί ο συμπατριώτης του Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος,
ο οποίος
συνοδοιπόρησε με τον Ι. Μομφερράτο κατά την αρχική περίοδο του ριζοσπαστικού
ενωτικού αγώνα
1848-1851, αλλά και αργότερα, το 1862, σε μια κρίσιμη φάση του
Επτανησιακού Ζητήματος, είχε τη στήριξή του μέσα στη ΙΒ΄ Ιόνια Βουλή,
προσπαθώντας γενικότερα και οι δύο ριζοσπάστες να κινηθούν πάνω σε μια πορεία
γόνιμης σύνθεσης και αποτελεσματικής δράσης.
Έτσι, εκείνη την αρχική περίοδο
(1848-1851)
ο
Ριζοσπαστισμός συνδύαζε το αίτημα της Ένωσης και γενικότερα της εθνικής
ανεξαρτησίας με εκείνα της λειτουργίας δημοκρατικού πολιτεύματος και της
κοινωνικής ανάπλασης. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρούσε την Ένωση «κήρυγμα
μονομερές και αντιπατριωτικόν», που δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των
Επτανησίων και του ελληνικού λαού στο σύνολό του.
Επομένως, δεν τον ενδιέφερε απλά και μόνο η Ένωση, ή η με οποιοδήποτε τρόπο και
μορφή Ένωση. Αγωνιζόταν, λοιπόν, για μια Ένωση, που θα ήταν προϋπόθεση
γενικότερης δημοκρατικής αναγέννησης του ελληνικού κράτους. Οι πρώτες ελεύθερες εκλογές του 1850 για
την Θ΄ Ιόνια Βουλή έδωσαν μια σημαντική νίκη στους ριζοσπάστες. Αποκτούσε,
μάλιστα, ξέχωρη σημασία εκείνη η εκλογική νίκη, γιατί σημειώθηκε μετά από την
αποτυχία των δύο προηγούμενων λαϊκών εξεγέρσεων, που συνοδεύτηκαν από άγρια και
σκληρή καταστολή από την Προστασία.
Σε εκείνη την Θ΄ Βουλή
η ριζοσπαστική κοινοβουλευτική ομάδα προσπάθησε να καταθέσει το ιστορικό πια
υπέρ της Ένωσης ψήφισμα, με το οποίο έκανε λόγο για το απαράγραπτο δικαίωμα του
επτανησιακού λαού να ενωθεί με τους αδελφούς του Έλληνες στο ελληνικό κράτος.
Αυτή, όμως, η ενέργεια ξεχείλισε το ποτήρι για την Προστασία και τα ντόπια
όργανά της, γι’ αυτό και κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να αποκεφαλίσουν το κίνημα,
να τρομοκρατήσουν το λαό, να σκορπίσουν τη σύγχυση: φίμωσαν τις ριζοσπαστικές
εφημερίδες, έκλεισαν τις ριζοσπαστικές πολιτικές λέσχες με διάφορες προφάσεις
και προχώρησαν σε σκληρές διώξεις εναντίον του ριζοσπαστικού στοιχείου,
φτάνοντας μέχρι και την εξορία ριζοσπαστών βουλευτών, όπως οι Η. Ζερβός
Ιακωβάτος και Ι. Μομφερράτος,
ενώ ήρθαν σε συνδιαλλαγή με τους μεταρρυθμιστές, οι οποίοι δέχτηκαν να
συμπράξουν με την ξενοκρατία σε βάρος των ριζοσπαστών, αποκτώντας στο εξής πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και θέσεις στον
κρατικό μηχανισμό.
Οι
δύο Κεφαλονίτες ριζοσπάστες Η. Ζερβός Ιακωβάτος και Ι. Μομφερράτος έμειναν στην
εξορία περισσότερο από πέντε συνεχή χρόνια (Οκτώβριος 1851- Φεβρουάριος 1857).
Αυτή η μακροχρόνια απουσία δημιούργησε σοβαρό κενό ηγεσίας στο ριζοσπαστικό
κίνημα, με αποτέλεσμα το κέντρο της ριζοσπαστικής δράσης να μετατοπιστεί από
την Κεφαλονιά στη Ζάκυνθο και να αναδειχτεί νέος ηγέτης ο Ζακυνθινός Κ. Λομβάρδος.
Και εδώ σημειώνεται το παράδοξο
στην ιστορία του Επτανησιακού Ριζοσπαστισμού: ένας νέος πολιτικός, που μέχρι το
1852, οπότε και εκλέχθηκε βουλευτής με το ψηφοδέλτιο των ριζοσπαστών,
δεν
είχε καμιά συμμετοχή στο ριζοσπαστικό κίνημα,
δεν άργησε να προωθηθεί στην ηγεσία του
ριζοσπαστικού κινήματος. Και όχι μόνο μέχρι τότε δε συμμετείχε στον αγώνα, αλλά
και στη συνέχεια ως βουλευτής της ριζοσπαστικής παράταξης δε θα αρθρώσει
ριζοσπαστικό λόγο.
Επικέντρωνε το λόγο του και τον αγώνα του στην εθνική αποκατάσταση, στην
ένωση δηλαδή των Επτανήσων με την Ελλάδα μέσα στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας.
Ταύτιζε το ριζοσπαστικό αγώνα με τον ενωτικό, διακηρύσσοντας ότι αυτό είναι το
λαϊκό ζητούμενο, καθώς άλλωστε το αίτημα της Ένωσης συσπείρωνε το σύνολο σχεδόν
του πληθυσμού, ενώ η προβολή αιτημάτων δημοκρατικής υφής και κοινωνικού
περιεχομένου σε συνδυασμό με το ενωτικό αίτημα ισχυριζόταν ότι ήταν βλαπτική
για τη λύση του εθνικού ζητήματος.
Κάθε
άλλο δηλαδή παρά αιτήματα και προτάγματα ριζοσπαστικής κατεύθυνσης.
Παραταύτα, αυτός ο μη ριζοσπάστης
στις αντιλήψεις και τα «πιστεύω», αυτός ο μακριά από την κοσμοθεωρία του
πολιτικού ριζοσπαστισμού πολιτικός θα καθοδηγήσει το ριζοσπαστικό κίνημα στα
Επτάνησα! Οξύμωρο το σχήμα, αλλά πραγματικό. Πραγματικό, βέβαια, με την εξής
έννοια: Όταν, αμέσως μετά την εκλογή του και για αρκετό διάστημα
(1852-1857) ο Κ. Λομβάρδος προσεταιριζόταν τον τίτλο του ριζοσπάστη,
προκειμένου
να εκμεταλλευτεί τη διαμορφωμένη από τις ριζοσπαστικές διακηρύξεις και από τους
αγώνες και τις θυσίες των πρώτων ριζοσπαστών κατάσταση, το ριζοσπαστικό κίνημα,
ιδίως της Κεφαλονιάς,
λόγω των
συγκεκριμένων συνθηκών (γενικότερη, εξαιτίας των διώξεων,
κάμψη του κινήματος και κενό ηγεσίας από τη
μια και δυναμισμός, ευελιξία και έξυπνη εκμετάλλευση των συγκυριών από την άλλη),
δεν
κατόρθωσε έγκαιρα, έντονα και αποφασιστικά να του αμφισβητήσει τον τίτλο, με
αποτέλεσμα, όταν απελευθερώθηκε από την εξορία ο Ι. Μομφερράτος (1857) και
προσπάθησε να τον αντιμετωπίσει στη βάση της ριζοσπαστικής ιδεολογίας, ήταν
αργά· ο Κ. Λομβάρδος είχε ήδη καθιερωθεί μέσα στο ριζοσπαστικό χώρο, ένα πολύ
μεγάλο τμήμα, η πλειοψηφία του ριζοσπαστικού κινήματος τον παραδεχόταν και τον
ακολουθούσε ως ριζοσπάστη.
Εξάλλου, έτσι τον χαρακτήριζαν οι προστασιανές αρχές και οι ομοεθνείς πολιτικοί
του αντίπαλοι καταχθόνιοι και μεταρρυθμιστές.
Εάν,
λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα, εάν δηλαδή ο Κ. Λομβάρδος δεν ήταν – που δεν
ήταν - ριζοσπάστης στη θεωρία και την πράξη, τότε δεν είναι σωστό να μιλούμε για
σχίσμα ή και διάσπαση του ριζοσπαστικού κινήματος. Ουσιαστικά υπήρξε μια έντονη
αντιπαράθεση και σύγκρουση μεταξύ του Ι. Μομφερράτου, με ό,τι αυτός εξέφραζε
και εκπροσωπούσε, και του Κ. Λομβάρδου, με ό,τι αυτός εξέφραζε και
εκπροσωπούσε· καταγράφηκε μια επίμονη αντιπαράθεση, που κατέληξε σε σύγκρουση μεταξύ
των ριζοσπαστών, με ό,τι αυτοί διακήρυτταν και οραματίζονταν, και ενός άλλου
ρεύματος μέσα στο γενικότερο επτανησιακό ενωτικό κίνημα, των ενωτιστών, με ό,τι
αυτοί διακήρρυτταν και οραματίζονταν.
Επειδή,
όμως, ο Κ. Λομβάρδος είχε γίνει αποδεκτός στην καθημερινή πολιτική πράξη ως
ριζοσπάστης, επειδή κινήθηκε μέσα στα γνώριμα νερά του ριζοσπαστικού ενωτικού
κινήματος, επειδή στην πορεία του χρόνου γνωστά ριζοσπαστικά στελέχη
προσχώρησαν, είτε πρόσκαιρα είτε μονιμότερα, στη «γραμμή» του Κ. Λομβάρδου
(από την Κεφαλονιά οι Γεράσιμος Λιβαδάς,
Ιωάννης Τυπάλδος Δοτοράτος Καπελέτος, Θεόδωρος Καρούσος και από τη Ζάκυνθο οι
Δημήτριος Καλλίνικος, Γεώργιος Βερύκιος), επειδή ακόμη και κορυφαίοι
ριζοσπάστες χρησιμοποίησαν, για να τον χαρακτηρίσουν, τη λέξη «ριζοσπάστης» στη
σύνθετη ονομασία «ψευδοριζοσπάστης» ή
«νεοφώτιστος
ριζοσπάστης»,
θεωρήθηκε ότι οι
διαφωνίες, οι αντιπαραθέσεις και η σύγκρουση μεταξύ Ι. Μομφερράτου και Κ.
Λομβάρδου ή, για να το πούμε διαφορετικά, μεταξύ «παλαιών ή αληθών ριζοσπαστών»
και «νεοφώτιστων ριζοσπαστών» συνέβησαν «εντός των τειχών» του ριζοσπαστικού
κινήματος –κάτι που δεν απηχεί την ουσία του θέματος. Έτσι, γινόταν και
γίνεται
ακόμη λόγος από μελετητές του
Επτανησιακού Ριζοσπαστισμού για «παραποίηση» της ριζοσπαστικής ιδεολογίας από
τον Κ. Λομβάρδο και για «σχίσμα» μεταξύ «παλαιών» και «νέων» ριζοσπαστών.
Σχίσμα, όμως, δεν υπήρξε, ούτε επομένως διάσπαση του ριζοσπαστικού κινήματος.
Εκείνο που συνέβη ήταν μια οξύτατη σύγκρουση, στα τέλη της δεκαετίας του 1850
με αρχές της δεκαετίας του 1860 (1857-1862), μεταξύ των ριζοσπαστών (άλλοτε των
Ζακυνθινών και άλλοτε των Κεφαλονιτών) και των ενωτιστών με αιχμή τη σύγκρουση του
Κεφαλονίτη ριζοσπάστη Ι. Μομφερράτου και του Ζακυνθινού ενωτιστή Κ. Λομβάρδου -ο
καθένας με τους ομοϊδεάτες του
- που
πέρασε από διάφορες φάσεις και προκάλεσε ποικίλες παρενέργειες.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να
κωδικοποιήσουμε τις φάσεις, από τις οποίες πέρασε η παραπάνω σύγκρουση. Θα
χρησιμοποιήσουμε κείμενα κυρίως επιστολογραφικά και εφημεριδογραφικά, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι εξαντλούμε όλο το υπάρχον υλικό. Η παρουσίασή του,
πάντως, θα δείξει πόσο έξω και πέρα από
τις ριζοσπαστικές αρχές και θέσεις ήταν η θεωρία και η πρακτική του Κ.
Λομβάρδου. Έτσι, θα αποδειχτεί ότι ο Ζακυνθινός ενωτιστής δεν «παραποίησε» ή
«διαστρέβλωσε» το Ριζοσπαστισμό, αφού ποτέ του δεν τον ενστερνίστηκε, αλλά προσπάθησε να πείσει και έπεισε σε
σοβαρό βαθμό ακόμη και στελέχη, μέλη, ψηφοφόρους και οπαδούς της ριζοσπαστικής
παράταξης ότι στη συγκεκριμένη φάση του αγώνα για τη λύση του Επτανησιακού
Ζητήματος δε συνέβαλλε, αντίθετα μάλιστα γινόταν επικίνδυνη, η ριζοσπαστική
ιδεολογία με τη δημοκρατική και κοινωνική της διάσταση· χρειαζόταν μια άλλη
πολιτική: η πολιτική της «εθνικής» ενότητας, μακριά από δημοκρατικές και
κοινωνικές διακηρύξεις, για να επιτευχθεί η πολυπόθητη Ένωση.
Οι πρώτες διαφωνίες,
που δε θα αργήσουν να μετατραπούν σε οξύτατη σύγκρουση, εντοπίζονται μετά το
1852 με την είσοδο του Ζακυνθινού Κ. Λομβάρδου στην Ιόνια Βουλή και κατά τη
διάρκεια της εξορίας των Η. Ζερβού Ιακωβάτου και Ι. Μομφερράτου ( Οκτώβριος του
1851- Φεβρουάριος του 1857). Μέσα κυρίως από την αλληλογραφία του τελευταίου εξόριστου με
άλλους συναγωνιστές του, κυρίως Ζακυνθινούς, και με τη συνδρομή άλλων
πληροφοριών ανιχνεύονται τα πρώτα σημάδια των διαφωνιών, χωρίς ακόμη να έχουν
προκληθεί φανερές αντιπαραθέσεις. Επομένως, από το 1852 μέχρι και το 1857
μπορούμε να ορίσουμε την προοιμιακή φάση
της σύγκρουσης.
Θα φτάσουμε στις
αρχές του 1858, για να οριοθετήσουμε την πρώτη
φάση. Αυτή χρονικά εντοπίζεται από το Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο του
1858: ξεκίνησε στη Ζάκυνθο με κάποιες συζητήσεις μεταξύ του Κ. Λομβάρδου και
συμπατριωτών του ριζοσπαστών για την από κοινού έκδοση εφημερίδας, που
ναυάγησαν, και συνεχίστηκε με αναγραφή δημοσιευμάτων στις εφημερίδες τους για
τοπικά και όχι μόνο θέματα.
Παράλληλα, την
ίδια χρονιά (1858) και κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο εκτυλισσόταν η δεύτερη φάση των διαφωνιών: σε έκκληση κερκυραϊκής εφημερίδας για
ενότητα όλων των πολιτικών παρατάξεων απαντούσε με αυστηρότητα η ριζοσπαστική λέσχη του Αργοστολιού «Δημοτικόν
Κατάστημα», διευκρινίζοντας τις ριζοσπαστικές θέσεις για το θέμα.
Αμέσως μετά, από
τον Ιούνιο μέχρι και τον Αύγουστο, και ενώ ήταν σε εξέλιξη η πρώτη φάση,
καταγράφεται η τρίτη φάση, που χρωμάτιζε
με ιδιαίτερη οξύτητα την αντιπαράθεση, καθώς οι Ι. Μομφερράτος και Κ.
Λομβάρδος, οι δυο εκείνοι δηλαδή άνδρες που εκείνη τη χρονική στιγμή εκπροσωπούσαν
στην πραγματικότητα τις δυο συγκρουόμενες διαμορφωμένες «αντίθετες γραμμές»
μέσα στο ενωτικό κίνημα,
αντάλλασσαν δημόσια επιστολές, υπερασπιζόμενη ανυποχώρητα η κάθε πλευρά τις
θέσεις της.
Την τέταρτη φάση ορίζει η αντιπαράθεση των
ενωτιστών και ριζοσπαστών με αφορμή σχετική ενωτική διακήρυξη της ΙΑ΄ Ιόνιας
Βουλής τον Ιανουάριο του 1859. Η αντιπαράθεση την ίδια χρονιά γίνεται
εναργέστερη με τη δημοσίευση σχετικών άρθρων στις εφημερίδες Αναγέννησις
του Ι. Μομφερράτου και Η Φωνή του
Ιονίου του Κ. Λομβάρδου με αφορμή την έκδοση βιβλίου σχετικού με το
Επτανησιακό Ζήτημα από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο του 1859, γεγονός που συνιστά
την πέμπτη φάση.
Η έκτη φάση της αντιπαράθεσης, που
καλύπτει κυρίως την περίοδο από το καλοκαίρι του 1859 μέχρι το 1862, σχετίζεται
με το ζήτημα των ιταλικών και σλαβικών απελευθερωτικών κομιτάτων, με τα οποία
προσπάθησε να συνδέσει το Επτανησιακό Ζήτημα ο ενωτιστής Κ. Λομβάρδος, ενώ οι ριζοσπάστες
αρνήθηκαν οποιαδήποτε ενεργητική συμμετοχή στην κίνηση αυτή.
Η έβδομη
φάση σημειώνεται κατά το διάστημα από το Σεπτέμβριο μέχρι το Νοέμβριο του
1861, όταν με ανοικτές επιστολές τους ο Γ. Λιβαδάς, που τώρα είχε προσχωρήσει
στους ενωτιστές, και ο Ι. Μομφερράτος επαναφέρουν στη συζήτηση τις θεωρητικές
διαφορές των δύο πλευρών αλλά και δημοσιοποιούνται απόψεις, ενστάσεις και
καχυποψίες.
Η τελευταία πράξη
την αντιπαράθεσης και σύγκρουσης μεταξύ ενωτιστών και ριζοσπαστών πραγματώνεται
με την όγδοη φάση, η οποία
ουσιαστικά επικεντρώνεται στις αγορεύσεις, συζητήσεις, προτάσεις και αποφάσεις
της ΙΒ΄ Ιόνιας Βουλής (1862), όπου οριστικά συγκρούονται οι δύο πλευρές πάνω
στο εθνικό θέμα: πρόσκαιρη αναστολή της
Ένωσης με τα συνακόλουθά της, όπως προτείνουν οι ριζοσπάστες Η. Ζερβός
Ιακωβάτος και Ι. Μομφερράτος ή άμεση προώθηση της ενωτικής λύσης;.
ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΗ
ΦΑΣΗ
● Διατύπωση των διαφωνιών
---Ήδη από το 1852 ο εξόριστος στην Ερείκουσα Ι. Μομφερράτος σε
επιστολές του προς συναγωνιστές του εξέφραζε τις ανησυχίες του, είτε
υπαινικτικά είτε καθαρά, για προβλήματα, που παρουσιάζονταν στη θεωρία και την
πράξη του ριζοσπαστικού κινήματος. Η επιστολή του (23-11-1852 έ.π.) προς τον
ακέραιο και συνεπή Ζακυνθινό ριζοσπάστη
Ναθαναήλ Δομενεγίνη
παραμένει χαρακτηριστική.
Ο εξόριστος Κεφαλονίτης εξέφραζε την «όχι μικράν δυσαρέσκειάν» του για
«περιστατικά, αντίθετα προς την αληθινήν πορείαν του ριζοσπαστισμού», για
«σφάλματα», που «έφεραν το ριζοσπαστικόν κόμμα εις τοιαύτην επισφαλή θέσιν»,
για «τα αλλόκοτα σχέδια του αναφυομένου πολυμιγούς κόμματος»,
για τα οποία δεν πρέπει να επιδειχθεί από τους συνεπείς ριζοσπάστες ανοχή, αλλά
αντίθετα επιβάλλεται να γίνουν συντονισμένες προσπάθειες «τουλάχιστον οι εν
καλή πίστει αποπλανημένοι, να επανέλθωσιν εις την ευθείαν οδόν […] να εκλείψη
παν ενδεχόμενον σχίσμα» και «να βαστάσωμεν την ριζοσπαστικήν σημαίαν καθαράν
και αμόλυντον». Συμβούλευε τους μάχιμους συναγωνιστές του να απέχουν «από πάσαν
συνένωσιν με στοιχεία αντίθετα, εννοοώντας το «αριστοκρατικόν» και το «ξενικόν»
στοιχείο, τα οποία «είναι διά τους αληθείς ριζοσπάστας επίσης καταχθόνια και
πολέμια» και , ένας εξόριστος αυτός, τους τόνωνε το ηθικό: «Μη αποκάμνης,
φίλτατε Ναθαναήλ, […]. Μη σε κινώσιν εις αθυμίαν αι επικρατούσαι δειναί
περιστάσεις των εξωτερικών πραγμάτων. […] Η ημέρα της ελευθερίας των λαών, […],
δεν θέλει αργήσει να ανατείλη, επειδή η ισχύς του δικαίου είναι επί τέλους
ακαταμάχητος. […]».
---Το 1856 είχε κορυφωθεί η αγωνία του εξόριστου Ι. Μομφερράτου,
όταν σε επιστολή του (1/13-2-1856) προς τον Κυθήριο ριζοσπάστη βουλευτή Κοσμά
Πανάρετο έγραφε:
«Παρατηρών, από πολλού ήδη, με άκραν δυσαρέσκειαν της ψυχής μου, την επί μάλλον
και μάλλον προχωρούσαν χαλάρωσιν και εξασθένησιν του ριζοσπαστικού κόμματος, ως
εκ τούτου δε την προβαίνουσαν εκ νέου ισχύν των εναντίων και άλλοτε
καταβεβλημένων στοιχείων, συνέλαβα την ελπίδα της προαγωγής του κόμματος, διά
της εκ μέρους των καθαρών ριζοσπαστών ομοθύμου συνεννοήσεως και δραστηρίου
συμπράξεως»· στη βάση αυτή απευθύνθηκε και στους Ζακυνθινούς «δι’
επανειλημμένων γραμμάτων» του, χωρίς να έχει λάβει κάποια απάντησή τους· «εκ
της σιωπής δε ταύτης αναγκάζομαι να υποθέσω, ότι διαφορά τις, ως προς τον
τρόπον του θεωρείν τον ριζοσπαστισμόν, υπάρχει μεταξύ ημών». Και αφού δηλώσει
ότι ο ίδιος θα μείνει σταθερός στις αρχές του Ριζοσπαστισμού, υπογραμμίζει την
ελπίδα του «ότι ο καιρός θέλει θεραπεύσει τα πάντα και θέλει φέρει τα πράγματα
εις την προσήκουσαν θέσιν των». Αλλά και σε άλλη επιστολή του την ίδια χρονιά
προς τον Αιμίλιο Πυλαρινό
στην Κεφαλονιά (5/17-9-1856)
διατύπωνε τη λύπη του για την απραξία στο ριζοσπαστικό στρατόπεδο: «Λυπούμαι
διά την επικρατούσαν αθλίαν κατάστασιν των πραγμάτων, και περισσότερον, […],
διά την προ πολλού εισχωρήσασαν και επί μάλλον και μάλλον προχωρούσαν νάρκωσιν
και ακινησίαν, αντί της άλλοτε τόσον ενθέρμου και δραστηρίας ριζοσπαστικής
ενεργείας». Κατέληγε, όμως, με αισιόδοξο μήνυμα: «Υπομονή μολοντούτο. […]
οφείλει τις πάντοτε ολόψυχον αφοσίωσιν εις τας υγιείς και λαοσώους αρχάς, […]·
και ο καιρός θέλει ευοδώσει τα πράγματα […]».
---Είχε ήδη απελευθερωθεί από την Ερείκουσα ο Ι. Μομφερράτος και
σε επιστολή του (25-12-1857 έ.π.) προς τον Κ. Λομβάρδο
έθετε καθαρά το ζήτημα της διαφωνίας, με την προσδοκία να διευκρινιστεί σύντομα
και να επέλθει η ομοψυχία, που την έχει ανάγκη το κίνημα: «[…] Είναι
αναντίρρητον, ότι πάσα εν μέσω του ριζοσπαστικού κόμματος διαφωνία καταντά
δυσάρεστος και επιβλαβής, οπότε η πλήρης και κατά πάντα σύμπνοια ήναι
επιθυμητή, καθό δυναμένη τα μέγιστα τελεσφόρος να ήναι εις τον υπέρ πατρίδος
αγώνα. Αλλά νομίζω ότι, υπαρχούσης αγαθοπιστίας και αμοιβαίας πεποιθήσεως,
δύναται συνεννόησις και κοινή ενέργεια να υπάρξη. […] Το αληθές είναι, ότι ο
ριζοσπαστισμός έχει ανάγκην όσον το δυνατόν πλέον δραστηρίου και συμπαγούς και
ομοθύμου ενεργείας, τόσον περισσότερον, καθ’ όσον μάλιστα ενδεχόμενον είναι εις
νέας δοκιμασίας εισέτι ν’ ανθέξη, και νέας θυσίας να υποστή. […]»
ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ
● Όχι στην έκδοση κοινής εφημερίδας στη Ζάκυνθο
---Οι συζητήσεις, που γίνονταν στη Ζάκυνθο ανάμεσα στον Κ. Λομβάρδο
από τη μια πλευρά και τους συμπατριώτες του ριζοσπάστες Δημήτριο Καλλίνικο
και Γεώργιο Βερύκιο
από την άλλη, από τα τέλη του 1857
μέχρι και τις αρχές του 1858, για την αποκοινού έκδοση εφημερίδας στο νησί, φαίνεται
ότι ευοδώθηκαν, με αποτέλεσμα στις 11 Φεβρουάριου 1858 να δημοσιευτεί σχετική
αγγελία. Η κοινή, όμως εφημερίδα με τον τίτλο Η Επτάνησος ποτέ δεν εκδόθηκε, επειδή λίγες ημέρες μετά από την
αγγελία οι τρεις άνδρες διαφώνησαν.
---Στο αμέσως επόμενο διάστημα ο Κ. Λομβάρδος ανάγγειλε (1-3-1858)
την έκδοση νέας δικής του εφημερίδας με τίτλο Η Φωνή του Ιονίου, η οποία πρωτοκυκλοφόρησε στις 17-5-1858.
Από το πρώτο φύλλο ο Κ. Λομβάρδος έδειξε την αποφασιστικότητά του να επιμείνει
στη δική του ερμηνεία για το ενωτικό ζήτημα μακριά και έξω από τις
δημοκρατικές/κοινωνικές παραμέτρους του Ριζοσπαστισμού, που υποστήριζαν κυρίως
οι Κεφαλονίτες ριζοσπάστες και κάποιοι δικοί του συμπατριώτες. Διαβλέποντας τον
κίνδυνο επικράτησης της άποψης του Κ. Λομβάρδου
γρήγορα κινητοποιήθηκαν οι Δ. Καλλίνικος και Γ. Βερύκιος, οι οποίοι επανέκδωσαν
το δικό τους ριζοσπαστικό φύλλο, την εφημερίδα Ο Ρήγας (φ. 13) στις 22-5-1858, όπως είχαν αναγγείλει από τις
7-3-1858.
● Η Φωνή του Ιονίου και Ο Ρήγας
για την πολιτική δραστηριότητα του ριζοσπαστικών αντιλήψεων Επαρχιακού
Συμβουλίου Ζακύνθου και για την αξία του ψηφίσματος της 26ης Νοεμβρίου 1850
(της Θ΄ Ιόνιας Βουλής) και της διακήρυξης της 20ής Ιουνίου 1857 (της ΙΑ΄
Βουλής)
---Το Επαρχιακό Συμβούλιο Ζακύνθου, το οποίο αυτήν την περίοδο
αποτελείται αποκλειστικά από ριζοσπάστες, μπήκε στο στόχαστρο της Φωνής του Ιονίου από το πρώτο της
φύλλο. Με το πρόσχημα δήθεν της φιλικής συμβουλής για κάποια ζητήματα,
ουσιαστικά στάθηκε απέναντί του με τρόπο κατηγορητικό. Και τότε Ο Ρήγας υπερασπίστηκε τους επαρχιακούς
συμβούλους, ζητώντας μάλιστα εξηγήσεις, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην πρώτη
εφημερίδα να επανέλθει στο θέμα άλλες δυο φορές.
Η αλήθεια είναι ότι στην πραγματικότητα αντιπαρατέθηκαν οι νέες απόψεις του Κ.
Λομβάρδου στη ριζοσπαστική πολιτική και τακτική, γι’ αυτό και ο ριζοσπαστικός Ρήγας επίμονα κατάγγελνε, με
υπαινιγμούς βέβαια, την παραμόρφωση που υφίσταντο οι αρχές του Ριζοσπαστισμού,
αφού δεχόταν τον Κ. Λομβάρδο ως στοιχείο του ριζοσπαστικού χώρου.
---Ψήφισμα και διακήρυξη:
- Ο Κ. Λομβάρδος με κύριο άρθρο («20 Ιουνίου 1857») στην εφημερίδα
του
σύγκρινε
το ενωτικό ψήφισμα της 26ης Νοεμβρίου 1850 (της Θ΄ Ιόνιας Βουλής) με
τη διακήρυξη της 20ής Ιουνίου 1857 (της ΙΑ΄ Βουλής), για να καταλήξει στην
απαξίωση του πρώτου και στη
μεγιστοποίηση της αξίας της δεύτερης: το ψήφισμα της 26ης Νοεμβρίου 1850 δεν
μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο, επειδή ακριβώς προτάθηκε από μια μειοψηφία, τη
ριζοσπαστική, δεν τέθηκε σε ψηφοφορία και ποτέ δεν καταχωρίστηκε στα Πρακτικά
της Βουλής, ενώ η
πρόταση για τη διακήρυξη της 20ής Ιουνίου 1857 υποβλήθηκε κατά τρόπο νόμιμο και
επίσημο και είχε την ομόφωνη αποδοχή όλων των πτερύγων της Βουλής.
- Ο Ρήγας απάντησε, δημοσιεύοντας στο ίδιο φύλλο ένα δικό
του, ανυπόγραφο, άρθρο και μια επιστολή-άρθρο από την Κεφαλονιά:
Με το άρθρο της («Μία λέξις
υπέρ του ψηφίσματος») η ζακυνθινή ριζοσπαστική εφημερίδα υπερασπιζόταν το
ψήφισμα της Θ΄ Βουλής της 26ης Νοεμβρίου 1850, το οποίο βασιζόταν στην αρχή της
λαϊκής κυριαρχίας και κατάγγελνε την ξενοκρατία («Ο ριζοσπαστισμός […] διά της
προσαγωγής τού περί ενώσεως βουλευτικού ψηφίσματος, επαναφέρων την κοινωνίαν
εις την καθαράν και όλως αμετάβλητον μορφήν του δικαίου, εξασκεί την κυριαρχίαν
και ανεξαρτησίαν αυτής, ην μετ’ επιμονής εσφετερίσθη και παρεγνώρισεν ο
Ξένος»), ενώ κατέκρινε τη διακήρυξη της ΙΑ΄ Βουλής της 20ής Ιουνίου 1857, η
οποία, βασιζόταν απλώς στο δικαίωμα «του αναφέρεσθαι» («Η πολιτική βαρύτης του
δικαιώματος τούτου ουδαμώς υποχρεοί την αρχήν [= τη Βρετανική Προστασία],
καθότι δεν φέρει τον τύπον της κυριαρχίας»), χωρίς να δίνει κάποια προοπτική,
χωρίς να παρέχει κάποια εγγύηση για τον αγώνα του επτανησιακού λαού.
Τοποθετώντας ο αρθρογράφος το ψήφισμα της Θ΄ Βουλής δίπλα στις ιστορικές αποφάσεις των
Εθνοσυνελεύσεων της Τροιζήνας και της Επιδαύρου, υπογράμμιζε την αξία του για
τον ελληνισμό, καθώς διαφύλαξε την αξιοπρέπεια και προέβαλε την υπερηφάνεια των
Ελλήνων («δικαιοί και εξυμνεί την Ελληνικήν αγερωχείαν») εκείνη τη συγκεκριμένη
ιστορική συγκυρία, που το ελληνικό κράτος
δεχόταν ταπεινώσεις από τη βρετανική κυβέρνηση με τα γνωστά Παρκερικά.
Ο αποστολέας της επιστολής-άρθρου
από την Κεφαλονιά με την υπογραφή «Εις Ριζοσπάστης»
κατάγγελνε όλους εκείνους, που παραμόρφωναν «τας πλέον υγιείς και σωτηρίους
αρχάς του ριζοσπαστισμού», παραγνωρίζοντας τις μέχρι τότε διώξεις και θυσίες
της κοινωνίας και προκαλώντας σύγχυση στους τίμιους αγωνιστές. Τόνιζε ότι «η αρχή την οποίαν ο ριζοσπαστισμός απ’
αρχής επρέσβευσε και πρεσβεύει και υπέρ της οποίας ηγωνίσθη και αγωνίζεται,
είναι η αρχή της ελευθερίας και της προόδου, αρχή ήτις, εν τη περιληπτική και
καθολική αυτής εννοία, παριστάνει και την εθνικήν ανεξαρτησίαν και την επί τη
βάσει της κυριαρχίας του λαού διάπλασιν της κοινωνίας. Εθνική λοιπόν
ανεξαρτησία και κυριαρχία του λαού, ιδού το αρχικόν και κύριον σύμβολον του
ριζοσπαστισμού, ιδού το αληθές πνεύμα της νέας Ελλάδος, ιδού ενταυτώ η γενική
τάσις της ανθρωπότητος». Και ενώ ο λαός, αποδεχόμενος αυτήν την πολιτική και
τακτική, τη στήριξε με τους πολυστένακτους αγώνες του, «εκπληκτική εις άκρον
καθίσταται η από τινος ήδη καιρού αρχίσασα να κηρύττεται πολιτική, πολιτική
δολία μεν και επίβουλος από μέρους τινών, αλλόκοτος δε και ελεεινή από μέρους
άλλων εις ουτιδανούς και εφημέρους θριάμβους αποβλεπόντων». Οι «άλλοι» για το
συντάκτη της επιστολής-άρθρου είναι ο Κ. Λομβάρδος και οι ομοϊδεάτες του, οι
οποίοι με την «αλλόκοτη» και «ελεεινή» πολιτική τους έχουν παραμορφώσει το Ριζοσπαστισμό
και οδηγούν το λαό στις παρακλήσεις και τους συμβιβασμούς.
- Η απάντηση του Κ. Λομβάρδου δόθηκε μέσα από σημειώματα της
εφημερίδας του, με τα
οποία από τη μια ζητούσε από το Ρήγα να
του υποδείξει τους «προδότες» του κινήματος και τις «προδοτικές» τους πράξεις
και από την άλλη τον καλούσε να πάρει θέση για την επιστολή-άρθρο του
Κεφαλονίτη ριζοσπάστη».
- Άμεση ήταν η απάντηση του Ρήγα, ο οποίος, αφού με παρρησία και
ευθυκρισία διευκρίνισε τις απόψεις και θέσεις του, δήλωσε ότι σταματά «του
λοιπού πάσαν μετ’ αυτού [= του Κ. Λομβάρδου] συζήτησιν». Οι Ζακυνθινοί
ριζοσπάστες Δ. Καλλίνικος και Γ. Βερύκιος εξήγησαν ότι δε μίλησαν για
«προδότες» και «προδοτικές» ενέργειες, όπως ο Κ. Λομβάρδος θέλησε να γράψει. Η
αγωνία τους ήταν να αναλύσουν και να αναδείξουν τις αρχές του Ριζοσπαστισμού,
προκειμένου να διασώσουν τους αποπλανημένους. Και απόρησαν, όταν είδαν «τον
συντάκτην ριζοσπαστικής κηρυσσομένης εφημερίδος» να διαμαρτύρεται για τη
δημοσίευση κειμένων, που δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να υποστηρίζουν τις
ριζοσπαστικές αρχές. Οι τελευταίες, ωστόσο, αναιρούνται, όταν ο ενωτικός αγώνας
απογυμνώνεται από την κοινωνική του διάσταση: «Ο αποκρούων τας αρχάς της
ελευθερίας δεν αποκρούει άρα γε και τα επιγεννήματα αυτής; Και τότε η ιδέα της
ενώσεως, απροστάτευτος υπό των αρχών της ελευθερίας, τι απομένει; Τι γίνεται;
Πού καταντά; Καταντά εις την αναίρεσιν της προσωπικότητος του λαού, όστις, […]
γίνεται ομάς δούλων, οίτινες, απολέσαντες την ιδίαν αυτοπραγίαν, προσφεύγουσιν
εις το της επαιτείας ζήτημα διά των παρακλήσεων, […]». Υπερασπιζόμενοι, τέλος,
τις θέσεις, που διατύπωσε στην επιστολή-άρθρο του ο Κεφαλονίτης ριζοσπάστης,
δήλωσαν ότι είναι τιμή τους να συμφωνούν με τους Κεφαλονίτες πρωτομάρτυρες,
«οίτινες την πολιτικήν αρετήν ύψωσαν μέχρι του Ουρανού της αρχαϊκής
αυταπαρνήσεως».
- Ανταπάντησε, βέβαια, ο Κ. Λομβάρδος στη Φωνή του Ιονίου,
αποφασισμένος τούτη τη φορά να μιλήσει για πρόσωπα και πράγματα, που ο ίδιος
θεωρούσε σπουδαία, αλλά και να προσπεράσει τα σχετικά με το Ριζοσπαστισμό σοβαρά ζητήματα, που καταγράφηκαν στο μέχρι εκείνη τη στιγμή
διάλογο. Παρουσίασε τους δύο ριζοσπάστες συμπατριώτες του να έχουν υπαναχωρήσει
από αρχικές τους θέσεις αλλά και από συμφωνίες με τον ίδιο (κοινές εκτιμήσεις
για τη σημασία της διακήρυξης της 20ής Ιουνίου 1857, συμφωνία για έκδοση κοινής
εφημερίδας), ενώ τον εαυτό του να δείχνει σταθερότητα στις απόψεις του και
ανεκτικότητα και υπομονή απέναντι τους αντιπάλους του, με αποτέλεσμα να
επιδιώκουν οι τελευταίοι «να [τον] δολοφονήσωσιν ηθικώς». Δεν
επιχειρηματολόγησε υπέρ των θέσεών του (αποκλειστικός σκοπός η Ένωση, ο Ριζοσπαστισμός
χωρίς κοινωνική διάσταση, θεμιτές οι αιτήσεις και ικεσίες), αλλά τις
αντιμετώπισε με ευφυολογήματα του τύπου: «Ως φαίνεται οι κ. κ. Καλλίνικος και
Βερύκιος επείσθησαν νεωστί, ότι πρέπει πρώτον να συστήσωμεν δημοκρατίαν και
έπειτα να ζητήσωμεν την ένωσιν, ή να λάβωμεν την ένωσιν διά να συστήσωμεν
δημοκρατίαν· ήγουν σιμά εις τ’ άλλα μας καλά να κάμωμεν εχθρόν και τον θρόνον
της Ελλάδος!!!». Εκτιμώντας ότι πίσω από τον
ανώνυμο Κεφαλονίτη ριζοσπάστη κρυβόταν ο Ι. Μομφερράτος, δήλωσε ότι με
τον ανώνυμο επιστολογράφο βρίσκεται «εις φιλικωτάτην σχέσιν και αλληλογραφίαν»,
αν και γνωρίζουν βέβαια και οι δύο ότι διαφωνούν: «Τον εφανερώσαμεν καθαρά την
διαφωνίαν μας επί των ιδεών του περί αμέσου υποστηρίξεως και εφαρμογής της δημοκρατίας,
[…] Επροσπάθησε να μας πείση εις την γνώμην του, επροσπαθήσαμεν να τον πείσωμεν
εις την ιδικήν μας, διατηρήσαντες επί τέλους καθείς αμετατρέπτους τας δοξασίας
του, […]». Εξέφρασε, τέλος, τη λύπη του για τη σύγκρουσή του με τους συμπατριώτες
του Δ. Καλλίνικο και Γ. Βερύκιο, ελπίζοντας ότι γρήγορα θα σταματήσουν την
«αδελφομαχία», γιατί διαφορετικά – κι εδώ διατύπωσε την απειλή του - αν
συνεχίσουν το δρόμο που άρχισαν (δηλαδή να τον κατηγορούν και να υπερασπίζονται
τους ριζοσπάστες της Κεφαλονιάς), «γρήγορα ή αργά ή θέλουν λυπηθεί ή θέλουν
μετανοήσει».
- Στην αντιπαράθεση των δύο ζακυνθινών εφημερίδων παρέμβαση έκανε
η Νέα Εποχή της Κέρκυρας. Με το δημοσίευμά της
ερχόταν να υπερασπιστεί τον Κ. Λομβάρδο και να υποστηρίξει ότι ο ριζοσπαστισμός
αποβλέπει «εις την μόνην εθνικήν αποκατάστασιν», ενώ δεν παρέλειπε να
κατηγορήσει τους Ζακυνθινούς ριζοσπάστες συντάκτες του Ρήγα Δ. Καλλίνικο και Γ. Βερύκιο, αλλά και να απαξιώσει τους Κεφαλονίτες ομοϊδεάτες των τελευταίων,
τον Ι. Μομφερράτο και τον Π. Πανά, οι οποίοι, κατά την άποψή της, καθοδηγούσαν
την επίθεση του Ρήγα εναντίον του Κ.
Λομβάρδου: «Λοιπόν, κ. κ. συντάκται του Ρήγα,
δεν έχετε άλλα αντικείμενα να συζητήσητε, ή να ταπεινώσητε τον κ.
Λομβάρδον, διότι δεν ασπάζεται τας δημοκρατικάς αρχάς του διδασκάλου σας [= του
Ι. Μομφερράτου]; Λοιπόν, κ. Λομβάρδε, […] τι σε μέλει εάν δεν θεωρήσαι αληθής
ριζοσπάστης, διότι δεν υποτάσσεσαι εις τας θελήσεις του Πάπα του
ριζοσπαστισμού; [εννοεί τον Ι. Μομφερράτο]. […] Πάπας ούτος του ριζοσπαστισμού
και ανδράριον τι [εννοεί τον Π. Πανά] υποτελές αυτώ, δεν εκήρυξαν και ημάς
δολίους, προδότας και άλλα; Δεν εδιδάχθης, ότι προδότην θεωρούν […] τον μη
είλωτα εις τας επιταγάς των;».
- Τελικά, με πρωτοβουλία του Κ. Λομβάρδου έκλεισε το όλο θέμα: σαν
να μην είχε προηγηθεί όλη εκείνη η εντονότατη αρθρογραφία, ο συντάκτης της Φωνής του Ιονίου, ρίχνοντας προφανώς
γέφυρα συμβιβασμού, δήλωνε σε σύντομο
κείμενό του, καταχωρισμένο στην τέταρτη μόλις σελίδα της εφημερίδας του,
υποβαθμίζοντας έτσι την πράγματι σοβαρή αντιπαράθεση, ότι δε θα ασχοληθεί πλέον
με τη «γελοία αδελφομαχία», αλλά αντίθετα θα αφοσιωθεί αποκλειστικά «εις την
εκπλήρωσιν του πατρίου καθήκοντος».
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ
● Με παρακλήσεις ή με
απαιτήσεις θα επιτευχθεί η Ένωση;
---Στα τέλη Απριλίου 1858 η κερκυραϊκή εφημερίδα Νέα Εποχή,
με την ευκαιρία Διάσκεψης στο Παρίσι τον ερχόμενο Μάιο, όπου θα συζητιόταν και
το Επτανησιακό στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος, κάλεσε τις πολιτικές
παρατάξεις σε «εθνική συνεννόηση», προτείνοντάς τους να παρακαλέσουν την Αγγλία
να αποχωρήσει από τα Επτάνησα. Κυρίως
απευθυνόταν στους ριζοσπάστες: «[…] ιδού η στιγμή είναι κρίσιμος. Εάν αύτη
παρέλθη είτε ένεκα δουλοφροσύνης, είτε ένεκα αυστηράς εφαρμογής αρχών, τας
οποίας άλλωστε σεβόμεθα, και υπό την σκιάν αυτών εσμέν κατατεταγμένοι, είτε ένεκα
απιστίας ή φόβου, εχάθημεν διά πάντοτε και συμπαρεσύραμεν και άπαν το έθνος εις
τον τάφον μας. Επικατάρατος λοιπόν έστω ο άνθρωπος εκείνος όστις ένεκα
παρελθουσών κατ’ αυτού παρεκτροπών δεν ενωθή μετά του δημίου του προς επίτευξιν
των του έθνους προσπαθειών και αγώνων. […] Εθνοκατάρατος έστω εκείνος, όστις
δεν καταθέση εις τους πόδας της Πατρίδος, και αρχάς και πολιτικάς δοξασίας, και
ιδιαίτερον φρόνημα και κενοδοξίαν, και ιδιοτέλειαν υπέρ της ανεξαρτησίας αυτής.
[…] Ας συναισθανθώσιν ότι ημείς εσμέν μικροί και ασήμαντοι, πάσα δε προπέτεια,
πάσα θρασύτης, πάσα μονομερής πορεία θέλει δώσει λαβήν εις τους εχθρούς μας,
ίνα μας καταστρέψωσι, και θέλουν μας καταστρέψει. Επομένως ας διαδεχθή το
θάρρος η σκέψις, τας απολύτους θεωρίας η πραγματική της Ευρώπης θέσις, ας
γίνωμεν άπαντες ίσοι ως προς το αίσθημα και τας ενεργείας, οι πρώτοι δε ας
γίνωσιν ύστεροι, και οι ύστεροι πρώτοι. Εννοούσιν εκείνοι προς ους αποτεινόμεθα
και διά τούτο παύομεν, προσκαλούντες άπαντας εκ συμφώνου να παρακαλέσωμεν
πρώτην απασών των άλλων Δυνάμεων την προστασίαν, ίνα εξετάση το αληθές συμφέρον
αυτής και την δόξαν της, κηρύττουσα πρώτη αυτή ημάς ελευθέρους· […]».
---Το ριζοσπαστικό «Δημοτικόν Κατάστημα» Αργοστολιού απάντησε στις
5 Μαΐου 1858 με την προκήρυξη «Προς τον λαόν της Επτανήσου», την οποία συνέταξε
ο Π. Πανάς και εγκρίθηκε από τα μέλη του «Δημοτικού Καταστήματος». Με αυτήν κατάγγελνε την τακτική των παρακλήσεων και της
«επαιτείας» και ταυτόχρονα απαιτούσε την
παύση «της παράνομης Προστασίας» και την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα:
«[…] Οι κακούργοι τύραννοί σας, […] περιεβλήθησαν την προσποίησιν, και θέσαντες
επί του προσώπου των χαμερπών οργάνων των το προσωπείον του εθνισμού και της
φιλοπατρίας, προσπαθούσι να σας δελεάσωσι, να σας απατήσωσι και να σας
αποτρέψωσι της ευθείας οδού της γενικής σωτηρίας. […] Η σημερινή πάλη δεν είναι μόνον η του
αδυνάτου κατά του ισχυρού, […], αλλ’ είναι και η πάλη της ειλικρινείας κατά της
αγυρτείας και δολιότητος, […] Η πάλη αύτη είναι σπουδαιοτέρα, καθότι ο εχθρός
είναι μετημφιεσμένος. […] σήμερον απαίσιά τινα όντα, των σπουδαστηρίων του
αρμοστείου εξερχόμενα, τους μεν άνδρας εκείνους [= τους συνεπείς ριζοσπάστες]
τολμώσι να δυσφημώσιν, ως κωλύοντας δήθεν, ένεκα του ακάμπτου των αρχών και του
χαρακτήρός των, την εθνικήν σας αποκατάστασιν, υμάς δε ζητούσι να εξευτελίσωσι,
και υποδουλώσωσι, παρακελεύοντες να αναγνωρίσητε την κυριαρχίαν της Προστασίας,
διά της γονυκλισίας και της επαιτήσεως της ανεξαρτησίας σας. […]».
---Ανταπάντησε η Νέα Εποχή,
εντοπίζοντας τη διαφωνία της με τους ριζοσπάστες σε ζητήματα τακτικής, η οποία (τακτική)
ασφαλώς είναι συνάρτηση της πολιτικής θέσης της καθεμιάς από τις δύο πλευρές·
γι’ αυτό άλλωστε οι εμμονές σε «δημοκρατικά κηρύγματα» πρέπει να παραμεριστούν
και να αντικατασταθούν, αν χρειαστεί, ακόμη και με τις παρακλήσεις: «[…] Ο
Κύριος Πανάς είναι μέγας και αποκλειστικός υπέρμαχος του ψηφίσματος της 26
Νοεμβρίου 1850· την δε
20 Ιουνίου [1857]
ούτε καν καταδέχεται να μνημονεύση, διότι […] την θεωρεί ως ασήμαντον, ενώ
ημείς και το ψήφισμα προτάττομεν απέναντι της Προστασίας, και την ομόφωνον
απόφανσιν της ΙΑ΄ Βουλής. Ιδού η διαφωνία μας. Ο Κ. Πανάς λέγει ότι το ψήφισμα
εκείνο, καθό συντεταγμένον επί των καθολικών του δικαίου αρχών αρκεί προς
διεκδίκησιν των δικαιωμάτων και απαιτήσεών μας· ενώ ημείς λέγομεν, ότι η απόρροια
τούτου, η 20 Ιουνίου, και το ψήφισμα επισημοποιεί, και την απαίτησιν
επισφραγίζει. […] Σκεφθέντες [ημείς] αφ’ ετέρου ότι είμεθα μικροί και
ασήμαντοι, εκρίναμεν ημέτερον καθήκον να υψώσωμεν κατά τας κρισίμους ταύτας
περιστάσεις αξιοπρεπή και έντονον φωνήν κατά της Προστασίας, και να απαιτήσωμεν
την ανεξαρτησίαν μας, και την ένωσίν μας μετά του λοιπού έθνους, ουχί διά
ύβρεων κατά των Βασιλέων, ουχί διά δημοκρατικών κηρυγμάτων, αλλά διά της
δυνάμεως εκείνης, ην έχομεν οι ασθενείς, του δικαίου μας, και εάν η περίστασις
το καλέση και διά της παρακλήσεως».
ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ
● Δημόσια
αντιπαράθεση μεταξύ Ι. Μομφερράτου και Κ. Λομβάρδου
---Μόλις στη Ζάκυνθο το Μάιο του 1858 κυκλοφόρησαν τα πρώτα φύλλα
της εφημερίδας του Κ. Λομβάρδου Η Φωνή
του Ιονίου και επανεκδόθηκε Ο Ρήγας των Δ. Καλλίνικου και Γ.
Βερύκιου, ο πρώτος ζήτησε τη γνώμη του Ι. Μομφερράτου γι’ αυτά τα έντυπα. Και ο
τελευταίος με επιστολή του στις 28 Ιουνίου 1858 έ.π.
του γνωστοποίησε με ειλικρίνεια τις απόψεις του: συμφωνεί με το Ρήγα διαφωνεί με τη Φωνή του Ιονίου, επειδή η τελευταία ακολουθεί «αλλόκοτόν τινα […]
συνδιαλλακτικήν και συμβιβαστικήν κλίσιν» απέναντι στην Προστασία, εξυμνεί την
ΙΑ΄ Ιόνια Βουλή, η οποία «φέρει το ανεξάλειπτον στίγμα του παρανόμου
σχηματισμού και του διά της ξενικής επεμβάσεως καταρτισμού της» και μισθοδοτεί
τα μέλη της, αν και βρίσκονται σε αργία, και παραμορφώνει και αμφισβητεί «τον
κυριαρχικόν χαρακτήρα και το καθαρώτατον ανεξάρτητον πνεύμα» του ενωτικού
ψηφίσματος της Θ΄ Ιόνιας Βουλής. Γι’ αυτό, γράφει στον Κ. Λομβάρδο, επειδή η
πορεία της Φωνής του Ιονίου είναι
αντίθετη προς «τον καθαρόν και ακραιφνή ριζοσπαστισμόν […] δεν δύναται ειμή μέγιστον
χάσμα εξ ανάγκης μεταξύ ημών να υπάρχη, του οποίου το μέγεθος δεν δύναται να
ελαττόνη η τυχαία κατά τινα άλλα ομοφωνία [εννοεί στο θέμα της Ένωσης]», με
αποτέλεσμα να μην έχει νόημα η συνέχιση της αλληλογραφίας τους παρά μόνο δημόσια μέσω του τύπου.
---Ο Κ. Λομβάρδος απάντησε στον Ι. Μομφερράτο με επιστολή του στις
1/13 Ιουλίου 1858, η οποία όμως λανθάνει, και ο δεύτερος, με νεότερη επιστολή
του στις 8/20 Ιουλίου 1858,
του διευκρίνιζε ότι «μ’ όλον το μεταξύ ημών, ένεκα διαφοράς αρχών και πορείας,
υφιστάμενον πολιτικόν χάσμα» και παρ’ όλο που θα επιζητούσε οι μεταξύ τους για
το Ριζοσπαστισμό συζητήσεις να μεταφερθούν στον τύπο, δεν επιθυμούσε τη διακοπή
των φιλικών τους σχέσεων, όπως λαθεμένα εκείνος (ο Κ. Λομβάρδος) αντιλήφθηκε.
---Στο μεταξύ, καθώς συνεχιζόταν η αντιπαράθεση Ρήγα και Φωνής του Ιονίου και η τελευταία στο φ. 10, 19-7-1858, άφηνε
υπαινιγμούς για τον Ι. Μομφερράτο, τον
οποίο θεωρούσε συντάκτη της επιστολής-άρθρου, που με την υπογραφή «Εις
Ριζοσπάστης» δημοσίευσε Ο Ρήγας στο φ.
18, 9-7-1858, (αναφερθήκαμε παραπάνω γι’ αυτά τα ζητήματα), ο Κεφαλονίτης
ριζοσπάστης ένιωσε την ανάγκη με επιστολή του στον Κ. Λομβάρδο, με ημερομηνία 24 Ιουλίου
1858 έ.π., από τη
μια να του διευκρινίσει ότι ο ίδιος δεν ήταν ο συντάκτης του επίμαχου κειμένου,
με το περιεχόμενο όμως του οποίου συμφωνούσε απόλυτα: («[…] τα εις το μνησθέν
εκ Κεφαλληνίας άρθρον διαλαμβανόμενα, συμμερίζομαι και εγώ πληρέστατα και
εγκολπούμαι, ως συμμερίζεται και εγκολπούται αυτά πας υγιώς φρονών και αληθής
ριζοσπάστης […]»), και από την άλλη να τον καλέσει να δημοσιεύσει στη Φωνή του Ιονίου την πρώτη επιστολή του (με
ημερομηνία 28 Ιουνίου 1858), για να γίνουν γνωστά στους αναγνώστες της τα
σημεία της «μεγίστης, και μέγιστον χάσμα αποτελούσης, διαφωνίας» τους.
---Ο Κ. Λομβάρδος δε δημοσίευσε τίποτε, αλλά του απάντησε με την
επιστολή του της 28ης Ιουλίου 1858 έ.ελ.
ότι παραδέχεται ότι έσφαλε θεωρώντας τον Ι. Μομφερράτο συντάκτη της επίμαχης
επιστολής-άρθρου, που δημοσιεύτηκε στο φ. 18 της εφ. Ρήγας, αλλά δε σκόπευε να
προβεί σε δημοσίευση των επιστολών, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με «petegolezzo [=κουτσομπολιό]» και θα έδινε την εντύπωση
προσωπικής επίθεσής του κατά του Ι. Μομφερράτου, την οποία δεν επιθυμούσε,
καθώς εξάλλου «οι μεταξύ μας διαπληκτισμοί χαροποιούν τον ξένον, αλλά λυπούν
βαθέως την κοινωνίαν μας και τους ομοεθνείς μας, […]». Αλλά η συνέχεια αυτής
της επιστολής έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς ο Ζακυνθινός ενωτιστής αποκάλυπτε
μέσα από τις γραμμές της την ιδεολογικοπολιτική του διαφωνία με τον Ι.
Μομφερράτο και γενικότερα με τη δημοκρατικοκοινωνική τάση του Ριζοσπαστισμού. Το
εθνικό ζήτημα των Επτανήσων ποτέ δεν ταυτίστηκε με τον κοινωνισμό ή τον
κομμουνισμό: «Πότε, φίλτατε Ιωσήφ, ο λαός της Επτανήσου συνεταύτισε το ζήτημα
της εθνικής αποκαταστάσεως μετά του ζητήματος της εφαρμογής της Δημοκρατίας εις
το πολίτευμα, και του κοινωνισμού ή κομμουνισμού εις την πολιτείαν;». Μια
τέτοια ταύτιση, η οποία στην πράξη διαιρεί τις εθνικές δυνάμεις, συνιστά
αντιπατριωτική, «ανθελληνική πολιτική». Καμιά σχέση δεν έχει ο Ριζοσπαστισμός
με τα ευρωπαϊκά κινήματα του 1848. Μόνο ο Ι. Μομφερράτος και δυο-τρεις άλλοι
στην Κεφαλονιά ταυτίζουν το Ριζοσπαστισμό με τη δημοκρατία και την κοινωνική
ανάπλαση: «Γνωρίζω ότι Συ και δύο ή τρεις άλλοι εν Επτανήσω, ή διά να είπω
κυριολεκτικώς εν Κεφαλληνία, εν καλή τη πίστει θεωρείτε τον ριζοσπαστισμόν ως
πολιτικήν ιδέαν […] εργαζομένην προς πραγματοποίησιν “εθνικής ενταυτώ και
δημοκρατικής αποκαταστάσεως, πολιτικής συνάμα και κοινωνικής αναπλάσεως”,
κοινωνική ανάπλασις χαρακτηρισθείσα διά του ορισμού, “εξίσωσις της ανίσου
διανομής των κοινωνικών απολαύσεων”, […] αλλά αυτά και παραπλήσια είναι ιδέαι
και αρχαί του φιλτάτου Ιωσήφ και ουχί του ριζοσπαστισμού […]». Αυτή, ακριβώς, η
ταύτιση, που επικρατεί στην Κεφαλονιά, οδήγησε τα πράγματα στο νησί σε κάμψη. Εξάλλου,
και ο Η. Ζερβός Ιακωβάτος δε συμφώνησε ποτέ με τις κοινωνικές ιδέες του συμπατριώτη
του Ι. Μομφερράτου. Και συνέχιζε ο Κ. Λομβάρδος: αυτό που κάμφθηκε στην
Κεφαλονιά δεν είναι ο Ριζοσπαστισμός αλλά ο «δημοκρατικοκοινωνισμός, όστις […]
ουδέποτε παρά του νουνεχούς λαού της Κεφαλληνίας υπεστηρίχθη». Αντίθετα, στη
Ζάκυνθο το ριζοσπαστικό κίνημα ολοένα και προοδεύει, επειδή «η εθνική ιδέα εν
Ζακύνθω εμμένει καθαρά και αμιγής και ουδείς ουδέποτε εφαντάσθη να συνταυτίση
την υποστήριξιν του εθνικού φρονήματος με πολιτευματικά και κοινωνικά
ζητήματα». Πάντως, αντιλήψεις, σαν αυτές του Ι. Μομφερράτου, είναι σε αυτήν τη
χρονική συγκυρία «λίαν επιζήμιαι εις τα εθνικά συμφέροντα». Ευτυχώς, όμως, που
δεν έχουν μεγάλη απήχηση: «Το όνομά Σου, φίλτατε Ιωσήφ, εμπορεί να επηρεάση
ολίγους αγαθούς πολίτας, αλλά αδυνάτους πολιτικούς, οίτινες δεν έχουν την
τόλμην ν’ αντιτάξωσι τας ιδίας πεποιθήσεις εις την ελαφιασμένην φωνήν του
εξορίστου της Ερικούσης και των Οθωνών· αλλ’ οι τοιούτοι, μην αμφιβάλλεις,
θέλουσι μείνει περιωρισμένοι μέχρι των δύο ή τριών και πλέον ου».
---Ωστόσο, ο Ι. Μομφερράτος, επειδή εκείνη την περίοδο δεν
κυκλοφορούσε καμιά ριζοσπαστική εφημερίδα στην Κεφαλονιά, τύπωσε τις δυο
επιστολές του, που είχε στείλει στον Κ. Λομβάρδο (με ημερομηνία η μια 28
Ιουνίου 1858 έ.π. και η άλλη 24 Ιουλίου 1858 έ.π.), σε ειδικό τετρασέλιδο φυλλάδιο
με ημερομηνία 3/15-8-1858 και τίτλο «Δύο επιστολαί προς τον κ. Κωνσταντίνον
Λομβάρδον, συντάκτην της Φωνής του Ιονίου»
και το διακίνησε, προκειμένου να διαφωτιστεί η κοινή γνώμη.
Το έστειλε και στον Κ. Λομβάρδο, ο οποίος στο μεταξύ είχε λάβει άλλη μια
επιστολή από τον Ι. Μομφερράτο με ημερομηνία 4/16 Αυγούστου 1858, η οποία
λανθάνει.
---Ο Ζακυνθινός ενωτιστής απάντησε στον Κεφαλονίτη ριζοσπάστη με
την επιστολή του της 12ης/24ης Αυγούστου 1858,
η οποία φανέρωνε κάποια αμηχανία του συντάκτη της. Ο Κ. Λομβάρδος, άλλοτε με
ειρωνικό ύφος και άλλοτε με περίεργα
επιχειρήματα, προσπαθούσε να υποβαθμίσει την αντιπαράθεση: «[…] είς εξ
άπαντος εκ των δύο μας είναι διά κλάψας· αλλά τις εκ των δύο; Ίσως αμφότεροι.
[…] ηρνήθην να καταχωρήσω τας περί ων ο λόγος επιστολάς Σου, ίνα μη φανή ότι επιζητώ
αιτίαν αδελφομαχίας»· υπόσχεται να δημοσιεύσει τις δυο επιστολές του (τη με ημερομηνία
28 Ιουλίου 1858 έ. ελ. και αυτήν εδώ την τελευταία) σε ξεχωριστό φυλλάδιο
και όχι στην εφημερίδα του, επειδή δεν επιθυμεί «οι την Φωνήν αναγινώσκοντες ξένοι [= Άγγλοι], να γελάσωσι με Σε και μ’
εμέ», ενώ πιστεύει ότι «οι συμπολίται μας ίσως θέλουν μας
συμπονέσει»· πάντως με το φυλλάδιό του ο Ι. Μομφερράτος υποκινεί «νέας
συμπλοκάς», τη στιγμή που ο λαός «απαιτεί πρακτικήν υπέρ της εθνικής του ιδέας
ενέργειαν» και αδιαφορεί τελείως για τις δημοκρατικές αντιλήψεις του συνομιλητή
του.
---Ο Ι. Μομφερράτος έστειλε
την τελευταία του απάντηση. Με ημίφυλλο με τον τίτλο «Τελευταία επιστολή προς Κ.
Λ.»
έγραφε στο Ζακυνθινό ενωτιστή: «[…] επαναλαμβάνεις τα κατά του εγνωσμένου και
πασιφανούς Ριζοσπαστισμού επιχειρήματά σου. Επιχειρήματα παντάπασιν αβάσιστα
και αλλόκοτα, έτι δε και εις την ενέργειαν πολυετούς και αδιακόπου σειράς γεγονότων
εκ διαμέτρου αντικείμενα».
ΤΕΤΑΡΤΗ
ΦΑΣΗ
● Ενωτική
διακήρυξη της ΙΑ΄ Ιόνιας Βουλής – Διαμαρτυρία του «Δημοτικού Καταστήματος»
---Τον Ιανουάριο του
1859 η ΙΑ΄ Ιόνια Βουλή ασχολήθηκε με το θέμα της Ένωσης μετά από σχετική
πρόταση
και στις 15/27 Ιανουαρίου 1859 μαζί με ομόφωνη διακήρυξη υπέρ της Ένωσης αποφάσισε και
υπέβαλε στην Αγγλίδα βασίλισσα, σύμφωνα με τις υποδείξεις του (πρώην έκτακτου
απεσταλμένου της βρετανικής κυβέρνησης και τώρα) αρμοστή W.
E.
Glad
stone «ικετήριον αναφοράν»: ικέτευε την Αγγλίδα βασίλισσα, «όπως
ευδοκίση» να ενημερώσει τις άλλες Μ. Δυνάμεις για την ενωτική διακήρυξη της
Ιόνιας Βουλής και να συνεργαστεί μαζί τους «προς πραγματοποίησιν του ιερού και
δικαίου πόθου των Ιονίων», της Ένωσης.
Ουσιαστικός,
βέβαια, υπήρξε ο ρόλος του Κ. Λομβάρδου και των ενωτιστών γενικά σε αυτήν την
κατάληξη.
---Άμεση ήταν η αντίδραση των ριζοσπαστών της Κεφαλονιάς. Η
«Δημοτική Επιτροπή» του παράνομου ριζοσπαστικού «Δημοτικού Καταστήματος» με
ανακοίνωσή της στις 22-1-1859,
«συμφώνως με τας αρχάς και τα προηγούμενα του ριζοσπαστισμού, και ιδίως με το
ψήφισμα της Θ΄ Βουλής, […] εν ονόματι του λαού και του δικαίου, διαμαρτύρεται
κατά της πορείας την οποίαν η ενεστώσα Βουλή εις την διεξαγωγήν του εθνικού
ζητήματος ηκολούθησε»: η εθνική ενοποίηση, η συγκρότηση ενιαίου εθνικού κράτους
είναι δικαίωμα των λαών και δεν επιτρέπονται παρακλήσεις και ικεσίες· η ένωση του
επτανησιακού λαού με ελληνικό κράτος είναι απαίτηση και δεν επαφίεται στην καλή
θέληση οποιασδήποτε βασίλισσας. Εξάλλου, στην εκδήλωση ικεσίας
«ενυπάρχει πλαγία τις αναγνώρισις της αθλίας εκείνης συνθήκης [του Παρισιού του
1815]», ενώ από την άλλη η ικετευτική τακτική «όχι μόνον αντιβαίνει εις την
προσήκουσαν αξιοπρέπειαν λαού αγωνιζομένου υπέρ της ανακτήσεως των
καταπατουμένων δικαιωμάτων του, αλλά και επιβλαβής εις τα μεγάλα της πατρίδος
συμφέροντα καθίσταται [...]».
ΠΕΜΠΤΗ ΦΑΣΗ
● Η Αναγέννησις (του Ι. Mομφερράτου) και Η Φωνή του Ιονίου (του Κ. Λομβάρδου) σε
αντιπαράθεση με αφορμή το βιβλίο του Fr. Lenormant (1859)
--- Επειδή στο κατά τα άλλα χρήσιμο για τον επτανησιακό αγώνα
βιβλίο του ο Fr. Lenormant υποστήριζε ότι η
λύση του Επτανησιακού Ζητήματος δεν μπορούσε να βασιστεί τις πολιτικές θεωρίες
του Mazzini, καθώς διέφερε από τα εθνικά ζητήματα άλλων
ευρωπαϊκών λαών, όπως εξάλλου ισχυριζόταν η πλευρά του Κ. Λομβάρδου, η Αναγέννησις
του Ι. Μομφερράτου, για να διορθώσει την παραπάνω ανακρίβεια, έγραφε,
ανάμεσα σε άλλα: «Καθότι
οι Επτανήσιοι εν γένει, και ιδίως, δεν λέγομεν οι απλοί ενωτισταί, αλλ’ οι
καθαροί ριζοσπάσται, το περί εθνικής αποκαταστάσεως ζήτημα στηρίζοντες επί της
αιωνίου και καθολικής αρχής του δικαίου, ουδέποτε διέστειλαν αυτό εν αρχή και
εν ουσία από το γενικόν ζήτημα των εθνικοτήτων, ουδέ τας υπό του Ματσίνη
κηρυττομένας ιδέας – εις τας οποίας οι λαοί όλοι, φυσικώ τω λόγω,
συναδελφούνται – ενόμισαν ποτέ διαφόρους των ιδικών των· […]».
---Η Φωνή του Ιονίου του
Κ. Λομβάρδου απάντησε
ότι οι αντιλήψεις της κεφαλονίτικης εφημερίδας δεν εκφράζουν το σύνολο των ριζοσπαστών αλλά μόνο το συντάκτη της,
του οποίου η απόπειρα επανόρθωσης κάποιας ανακρίβειας μπορεί να μετατραπεί στην
πραγματικότητα «ως παραμόρφωσις αληθείας»· ταυτόχρονα επέμεινε ότι από τη μια είναι
ανάγκη σε αυτήν τη φάση του αγώνα να υπάρξει ομοφωνία και να μην επιτραπεί στην
Προστασία «ν’ αντιτάξη κατά του ριζοσπαστισμού αυτόν τον ριζοσπαστισμόν», και από
την άλλη, για να κερδηθεί η αρωγή των Ευρωπαίων φίλων, πρέπει να πειστούν ότι ο επτανησιακός αγώνας είναι «ως
πραγματικώς είναι, ομόθυμος πολιτική ιδέα ολοκλήρου κοινωνίας, και ουχί ιδέα
κόμματος και δη κόμματος Ματσινιανού, το οποίον μένει καθείς ελεύθερος να το ζητή
εις την φαντασίαν του, ουχί όμως και να πειράται να το δείξη ως δήθεν υπάρχον ή
δυνάμενον να υπάρξη εις Επτάνησον, […]».
---Με άμεση και αυστηρή ανταπάντηση επανήλθε η Αναγέννησις, διατυπώνοντας αρχικά το περιεχόμενο του
Ριζοσπαστισμού, το οποίο κάποιοι «άλλοι» έχουν βαλθεί να παραμορφώσουν μετά
τους σκληρούς διωγμούς της Προστασίας, ως εξής: «Εθνική αποκατάστασις επί τη
μόνη βάσει του φυσικού και απολύτου δικαίου, κυριαρχία του λαού αληθώς και καθ’
ολοκληρίαν εφηρμοσμένη, ιδού η περιληπτική και θεμελιώδης αρχή, […] κατά την
οποίαν [ο Ριζοσπαστισμός] ερρύθμισε πάντοτε την πορείαν του, και εις τον τύπον
και εις την Βουλήν, και εις τας πολιτικάς ομηγύρεις, και εις τας δημοτικάς
εκδηλώσεις, και εις παν ό,τι άλλο, εωσού τα βίαια και καταστρεπτικά μέτρα του αυθαιρέτου
επέβαλαν φραγμόν εις πάσαν ενέργειάν του, και αφήκαν ανοικτόν εις άλλους
[εννοεί τον Κ. Λομβάρδο] το στάδιον προς παραμόρφωσιν ή διαστροφήν του». Και
συνέχισε: ο Επτανησιακός Ριζοσπαστισμός δεν μπορεί παρά να συνοδοιπορεί με τον Ευρωπαϊκό Ριζοσπαστισμό, «τον
αποβλέποντα εις την εκρίζωσιν πάσης τυραννίας, και εις την πολιτικήν και
κοινωνικήν ανάπλασιν των λαών»· κι αν ακόμη «ο καθαρός και ακραιφνής, ή, με
άλλας λέξεις ο δημοκρατικός ριζοσπαστισμός» εκφράζεται από μειοψηφική ομάδα, η
ιστορία διδάσκει ότι «αι κοινωφελέστεραι ιδέαι, αι μεγαλήτεραι και
σωτηριωδέστεραι αλήθειαι» από μειοψηφίες προήλθαν· εξάλλου σπουδαιότερο από την
αριθμητική υπεροχή είναι η σταθερή τήρηση των αρχών· επομένως εκείνοι, που
περιόρισαν την ιδεολογία τους μόνο στην Ένωση, έχουν επιχειρήσει «την στρέβλωσιν»,
αποτελώντας «ιδίαν αίρεσιν» και καθιστάμενοι «οι μόνοι ένοχοι πάσης διαιρέσεως
και παντός σκανδαλοποιού σχίσματος».
---Η απάντηση της Φωνής του
Ιονίου υπήρξε αρκετά σύντομη και προσωρινή, καθώς δηλωνόταν ότι η κανονική απάντηση
αναβαλόταν για το επόμενο διάστημα.
Επέμεινε η ζακυνθινή εφημερίδα στη γνωστή θέση του Κ. Λομβάρδου, ότι δηλαδή ο Ριζοσπαστισμός
ποτέ δεν είχε δημοκρατικό χαρακτήρα, όπως ισχυριζόταν ο Μομφερράτος και
δυο-τρεις άλλοι: «[…] παρουσιάζεται και πάλιν η Αναγέννησις κηρύττουσα άνευ δισταγμού ενώπιον της Επτανήσου και του
έθνους, ότι ο ριζοσπαστισμός είναι ταυτόσημον με το δημοκρατικομουνισμός. […]
Αν τινές […] δύο ή τρεις εν Κεφαλληνία σοσιαλισταί ή κομουνισταί αποκαλούνται
ριζοσπάσται, δεν έπεται εκ τούτου ότι όσοι αποκαλούνται ριζοσπάσται είναι διά
τούτο σοσιαλισταί ή κομουνισταί. […]».
ΕΚΤΗ
ΦΑΣΗ
● Διαφωνίες και
εντάσεις από Κεφαλονίτες και Ζακυνθινούς ριζοσπάστες λόγω της ίδρυσης κομιτάτων
από τον Κ. Λομβάρδο
---Επηρεασμένος ο
Λομβάρδος από το ενωτικό κίνημα της Ιταλίας (Risorgimento) και την κίνηση των απελευθερωτικών «κομιτάτων της δράσης» και
θέλοντας να συνδέσει με αυτά τον επτανησιακό ενωτικό αγώνα και γενικότερα την
πολιτική του για τη Μεγάλη Ιδέα,
άρχισε να κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση από το καλοκαίρι του 1859. Όταν,
όμως, ζήτησε τον Ιούνιο του 1859 τη
συγκατάθεση των ριζοσπαστών της Κεφαλονιάς γι’ αυτές τις κινήσεις του,
προκειμένου να «αρυσθή κύρος […] και, ως εκείνος ηννόει, να διευθετήση το
εθνικόν ζήτημα», πήρε αρνητική απάντηση
από το παράνομο «Δημοτικόν Κατάστημα» του Αργοστολιού, καθώς τα μέλη του
«απεδοκίμασαν το νέον σχέδιον ενεργείας επί του εθνικού ζητήματος του Κ.
Λομβάρδου διαμαρτυρηθέντες κατ’ αυτού εγγράφως, […]».
--- Επειδή ο Κ. Λομβάρδος
ήταν ήδη αποφασισμένος, προχώρησε μόνος του στις επαφές του με το ιταλικό Κεντρικό
Κομιτάτο της Γένοβας και ίδρυσε κομιτάτο στη Ζάκυνθο (Μάιος του 1860) και στη
συνέχεια με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε στην Αθήνα άλλο ως παράρτημα του Κομιτάτου
Ζακύνθου, ενώ παρόμοια κομιτάτα ιδρύθηκαν στη Λευκάδα και την Κέρκυρα.
Στη Ζάκυνθο, όμως, ήρθε σε έντονη αντιπαράθεση με τον Φραγκίσκο Δομενεγίνη,
επειδή ο τελευταίος (μαζί με τους Δημ. Καλλίνικο, Δημ. Μπαχώμη κ.ά.) ζητούσε να
προετοιμάζεται, παράλληλα με την επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
και επανάσταση για την ανατροπή του Όθωνα. Έτσι, ο Φρ. Δομενεγίνης προχώρησε
στην ίδρυση άλλου κομιτάτου στη Ζάκυνθο, το οποίο σύντομα δημιούργησε ένα
σοβαρό δίκτυο (Πάτρα, Ακαρνανία, Ήπειρο
κ.λπ.), ανταγωνιστικό προς εκείνο του Κ. Λομβάρδου, ενώ αποκατάστησε και επικοινωνία
με τα ιταλικά κομιτάτα.
Πάντως, η μεταξύ τους σύγκρουση πήρε απρόβλεπτες διαστάσεις, καθώς μέσα από
επιστολές τους προς τους ηγέτες των ιταλικών κομιτάτων, έφτασαν στην
αλληλοσυκοφάντηση: «Ο Λομβάρδος κατηγόρησε το Δομενεγίνη ως πράκτορα των Ρώσων
κι αυτός τον κατάγγειλε για συνεργασία με τον υποστηρικτή του Βατικανού και της
“αυστροπαπικής κυβέρνησης” της Aθήνας, αρχαιολόγο
François Lenormant».
---Όταν και στην Κεφαλονιά (μάλλον το χειμώνα του 1861) ιδρύθηκε
κομιτάτο (με πρωτοβουλία των Κεφαλονιτών ενωτιστών, του Θεόδωρου Κλαδά και του Θεόδωρου
Καρούσου, και τη συμμετοχή των Γεράσιμου Λιβαδά και Αντώνιου Μηλιαρέση) και
ζητήθηκε από τον Η. Ζερβό Ιακωβάτο να αναλάβει την αντιπροεδρία του Κομιτάτου
Κεφαλονιάς, ο τελευταίος αρνήθηκε κάθε συνεργασία μαζί τους με το επιχείρημα:
«[…] τον εκτιμώ πολύ [τον Γαριβάλδη] ως στρατιωτικόν γενναίον και πατριώτην
γνήσιον, αλλ’ ουχί και ως πολιτικόν άνδρα· […]»,
εννοώντας προφανώς ότι στρατιωτικές κινήσεις του Γαριβάλδη σε υπόδουλες ελληνικές
περιοχές θα
προκαλούσαν αναστάτωση στο ελληνικό κράτος και ειδικότερα ανατροπή του βασιλιά Όθωνα,
τον οποίο ο Κεφαλονίτης ριζοσπάστης θεωρούσε σταθερό υπερασπιστή των εθνικών
διεκδικήσεων.
ΕΒΔΟΜΗ ΦΑΣΗ
● Ανταλλαγή
ανοικτών επιστολών μεταξύ Γ. Λιβαδά και Ι. Μομφερράτου
--- Ο παλαίμαχος
αγωνιστής του ενωτικού αγώνα Γεράσιμος Λιβαδάς, που είχε μεταπηδήσει από την
πτέρυγα των ριζοσπαστών σε εκείνη των ενωτιστών, με ανοικτή επιστολή του προς
τους δύο παλαιούς του συναγωνιστές Η. Ζερβό Ιακωβάτο και Ι. Μομφερράτο, που δημοσίευσε
στη Νέα
Εποχή της Κέρκυρας,
διατύπωνε τους λόγους της διαφωνίας του μαζί τους και της συμφωνίας του με τον Κ.
Λομβάρδο.
---Απάντησε μόνο ο Ι. Μομφερράτος με διακήρυξή του με τον τίτλο
«Προς το Κοινόν», που δημοσιεύτηκε στην Αλήθεια. Ο
συνεπής ριζοσπάστης, θέλοντας να αξιολογήσει τη συνολική έως τότε προσφορά του
Γ. Λιβαδά στον ενωτικό ριζοσπαστικό αγώνα, αρχικά ανέφερε «άνευ μομφής ή
πικρίας» ότι σε κρίσιμες για το κίνημα περιόδους (1849, 1851, 1853) ο Γ.
Λιβαδάς απουσίαζε «από την σκηνήν του κινδύνου», όταν άλλοι αγωνιστές
φυλακίζονταν και εξορίζονταν: «[…] την απουσίαν ταύτην μαρτυρεί η εκ του τότε
[1849] καταδιωγμού και των παθημάτων απαλλαγή του. Το αυτό […] και περί της
εποχής του 1851, […], ότε χώραν έλαβον αι επί πολυετίαν διαρκέσασαι εξορίαι εις
τους ξηροσκοπέλους, εν πλήρει αυτού απαλλαγή και ανενοχλήσει. Παραπλήσιόν τι
δύναμαι να ειπώ και περί της εποχής του 1853, ότε ο κ. Λιβαδάς, υποχωρών εις
απειλάς της αστυνομίας, και κατόπιν εγγυοδοσίας, απήλθεν εκτός της Επτανήσου […]».
Στη συνέχεια, τον κατηγορούσε ότι, παρ’ όλο που ξέφυγε τις διώξεις και την
εξορία και έμεινε μετά το 1853 στο νησί, αντί να βοηθήσει, «ως ώφειλεν, εις
παγίωσιν του ριζοσπαστισμού» και «εις ενθάρρυνσιν και ενίσχυσιν της
ριζοσπαστικής ενεργείας, […] το εναντίον μάλιστα ηκολούθησεν».
---Στην ανταπάντηση του Γ. Λιβαδά μέσω της Νέας Εποχής (φ. 192, 18-11-1861) η Αλήθεια (φ. 11, 25-11/7-12-1861) συνέστησε στον Μομφερράτο να μη
συνεχίσει το διάλογο, γιατί δεν είχε νόημα.
---Ο Ι. Μομφερράτος δεν επανήλθε, ακολουθώντας την προτροπή της Αλήθειας, σύμφωνα με την οποία δεν είχε
νόημα ο διάλογος με τους ενωτιστές,
καθώς αυτοί «ενόμισαν ότι, τον Κ. Λομβάρδον παρασύροντες, ηδύναντο και τον
ριζοσπαστισμόν να διασύρωσι και εξευτελίσωσι».
.
ΟΓΔΟΗ
ΦΑΣΗ
● Οι ριζοσπάστες
υπέρ της αναστολής της Ένωσης και της εφαρμογής βελτιώσεων - Οι ενωτιστές ζητούν «εδώ και τώρα» Ένωση
---Ήδη η λύση του Επτανησιακού
Ζητήματος έχει συνδυαστεί από την αγγλική διπλωματία με την έξωση του Όθωνα και
την επιλογή νέου ηγεμόνα της Ελλάδας αρεστού στη Μ. Βρετανία. Ο Η. Ζερβός
Ιακωβάτος, επειδή δεν επιθυμούσε η πολυπόθητη, κατά τα άλλα, Ένωση να
εξυπηρετήσει τα αγγλικά σχέδια σε βάρος των Επτανήσων και της Ελλάδας,
είχε προσανατολιστεί στην υποβολή πρότασης για την προσωρινή αναστολή του εθνικού ζητήματος και
την ταυτόχρονη εφαρμογή βελτιώσεων στους τομείς της γεωργίας, της
φορολογίας, της εκπαίδευσης κ.λπ., τέτοιων που θα ανακούφιζαν τον επτανησιακό
λαό.
Και διατύπωσε την πρόταση αυτήν ως πρόεδρος
της ΙΒ΄ Βουλής από το βήμα του Σώματος
στις 12/24 Μαρτίου 1862,
έχοντας σταθερό υποστηρικτή του τον αντιπρόεδρο της Βουλής Ι. Μομφερράτο. «[…] Εθνικόν ζήτημα, […] εις αυτό τα πάντα
ανακεφαλαιούνται, τα πάντα συμπεριλαμβάνονται, τα πάντα εγκυμονούνται. Αλλά
προσέξατε, έντιμοι βουλευταί, διότι εξ αυτού και τα πάντα δύνανται να
διακινδυνεύσωσι και να απολεσθώσιν. […] διότι προς τοις άλλοις έχω δικαίωμα να
συλλάβω και υπονοίας· φαντάζομαι ότι, αν έχωμεν πολλούς φίλους, έχομεν και
πολλούς εχθρούς, […]. Εάν δε ρίψωμεν και βλέμμα προσεκτικόν […] προς την ιεράν
εκείνην γην [= την Ελλάδα, …] θέλομεν ιδεί […] την αξιοδάκρυτον θέσιν εις ην
διάκεινται τα πράγματα. Επομένως, […] οφείλομεν να σκεφθώμεν, μήπως εν βήμα
απότομον και ολισθηρόν πριν της εντελούς αποκαταστάσεως της τάξεως ήθελε
συνεπιφέρει ολεθριώτερα δεινά και διακινδυνεύσει και αυτήν την ύπαρξιν αυτής τε
και ημών, διότι δεν πιστεύω εις την θέσιν εκείνην των πραγμάτων να είναι
αλλότριος ο ξενικός δάκτυλος. […]». Στην Κεφαλονιά, μάλιστα, οι ριζοσπάστες του
«Δημοτικού Καταστήματος» Αργοστολιού συντάχθηκαν με τη θέση της αναστολής και
της άμεσης εφαρμογής βελτιώσεων.
Τι εξάγεται, λοιπόν,
από τα παραπάνω; Το κύριο διακύβευμα της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης μεταξύ
ριζοσπαστών και ενωτιστών ήταν το δημοκρατικό/κοινωνικό περιεχόμενο του ενωτικού
αγώνα - ή με απλά λόγια: η Ένωση ήταν
μέσο ή σκοπός του αγώνα; Οι ριζοσπάστες, πιστοί στην ιδεολογία τους,
διεκδικούσαν τη λύση του εθνικού ζητήματος στη βάση της αρχής των εθνοτήτων και
της κυριαρχίας του λαού, μακριά και ενάντια στις συνθήκες των ισχυρών, κάνοντας
λόγο για πολιτική και κοινωνική ανάπλαση· οι ενωτιστές ζητούσαν μια Ένωση
απονευρωμένη από τα δημοκρατικά της χαρακτηριστικά και μέσα στο πλαίσιο της ελλαδικής
Μεγάλης Ιδέας και της διεθνούς νομιμότητας, εξοβελίζοντας τα κυριαρχικά
δικαιώματα του επτανησιακού λαού. Οι ριζοσπάστες εξέφρασαν ό,τι το πιο
προοδευτικό είχε να επιδείξει η εποχή τους, οι ενωτιστές ανέδειξαν τη
συντηρητική όψη του ενωτικού αγώνα, αποβλέποντας μόνο στην εθνική ολοκλήρωση.
Κανένα δηλαδή κοινό σημείο μεταξύ τους – δύο διαφορετικοί κόσμοι, δύο
διαφορετικές θεωρητικές αντιλήψεις για το έθνος και την κοινωνία, δύο
διαφορετικές ιδεολογίες.
Επομένως,
ο Κ. Λομβάρδος και γενικότερα οι ενωτιστές δεν μπορούν να ενταχθούν μέσα στο
ριζοσπαστικό χώρο. Απλά και μόνο καπηλεύονταν το χαρακτηρισμό του ριζοσπάστη. Πουθενά
στα παραπάνω κείμενα δε φαίνεται να διατύπωσαν αντιλήψεις και θέσεις του
πολιτικού Ριζοσπαστισμού. Άρα, δεν υπήρξε ποτέ στην ουσία «σχίσμα» μέσα στον
Επτανησιακό Ριζοσπαστισμό. Σύγκρουση μόνο υπήρξε, και μάλιστα οξύτατη και
σφοδρότατη, μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων, δύο διαφορετικών ιδεολογιών.
Στον όρο «λαϊκό» κίνημα εννοούμε ως «λαό» εκείνα τα συνήθως χαμηλού
εισοδηματικού επιπέδου κοινωνικά στρώματα και ομάδες, που από την ίδια τη θέση
τους στην κοινωνική οργάνωση, έχουν τη δυνατότητα και την ικανότητα να
συμμετέχουν στην επίτευξη της οικονομικής και κοινωνικής τους αναβάθμισης με
στόχο τη γενικότερη πρόοδο. Προφανώς δεν περιλαμβάνουμε τις κυρίαρχες
οικονομικά ομάδες των αριστοκρατικών και των μεγαλοαστικών οικογενειών, οι
οποίες ως υπέρμαχες αντιδραστικών και συντηρητικών πολιτικών στηρίζουν,
αποβλέποντας και στο δικό τους όφελος, τη Βρετανική Προστασία.
Ο Κ. Λομβάρδος και οι ομοϊδεάτες του αυτοαποκαλούνταν ριζοσπάστες, προκαλώντας
σύγχυση στο λαό. Οι «παλαιοί», όμως, οι «αληθείς», οι «καθαροί» ριζοσπάστες,
όπως ο Η. Ζερβός Ιακωβάτος και ο Ι. Μομφερράτος, δεν συγχωρούσαν αυτή την
ιεροσυλία. Γι’ αυτούς ο Κ. Λομβάρδος και οι οπαδοί του ήταν «νεοφώτιστοι
ενωτιστές», «ψευδοριζοσπάστες» ή «νεοφώτιστοι ριζοσπάστες», βλ. το ανέκδοτο
έργο του Η. Ζερβού Ιακωβάτου Ο εν Ζακύνθω
Ριζοσπαστισμός, 1888, φφ. 7r , 9v, όπου
αποκαλείται ο Κ. Λομβάρδος «αγύρτης
εκ φύσεως» και «απόστολος της αγυρτείας» αντίστοιχα. Αυτή, βέβαια, η ποικιλία των χαρακτηρισμών είναι
ανάγκη να μελετηθεί, αλλά όμως εντύπωση προκαλεί η επίκληση της λέξης
«ριζοσπάστης» («ψευδοριζοσπάστης», «νεοφώτιστος ριζοσπάστης») από τους γνήσιους
ριζοσπάστες. Ο Π. Πανάς, Βιογραφία Ιωσήφ
Μομφερράτου, ό.π, σσ. 25, 26, 27, τους αποκαλεί «ενωτικούς» ή
«λομβαρδιανούς». Εμείς θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ενωτιστές», βλ. Σπ.
Λουκάτος, ό.π., σσ. 156-158.
Σημειώνουμε
εδώ ότι ο Η. Ζερβός Ιακωβάτος δεν πήρε μέρος στη δημόσια αντιπαράθεση, γιατί
μετά την απελευθέρωσή του από την εξορία, οικονομικά καταστραμμένος και
πολιτικά απογοητευμένος, αναχώρησε από την Κεφαλονιά από τις αρχές Οκτωβρίου
1957 για την Αθήνα και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη (μέχρι το 1860), βλ.
Η. Ζερβός Ιακωβάτος, Αι δύο πρωτεύουσαι
της Ανατολής κατά το 1858 και 1860 και η διπλωματία μετά της Ελλάδος, εν
Κεφαλληνία 1873, σσ. 1-3, 54-57.
Συντάκτης
αυτής της επιστολής-άρθρου πρέπει να ήταν ο Π. Πανάς και όχι ο Ι. Μομφερράτος,
όπως ισχυρίστηκε ο Κ. Λομβάρδος, βλ. Γ. Αλισανδράτος, Κείμενα για τον Επτανησιακό Ριζοσπαστισμό, ό.π., σσ. 327-328. Για το ριζοσπάστη Π. Πανά βλ. Η.
Τσιτσέλης, ό.π., τ. Α΄, σσ. 507-509,
909, τ. Β΄, σ. 642, καθώς και Χρίστος Θεοδωράτος, «Παναγιώτης Πανάς. (Ο
θεωρητικός του ριζοσπαστισμού – Ο δημοσιογράφος – Ο λόγιος – Ο ποιητής)», Νέα Εστία, τ. 76 (Χριστούγεννα 1964),
Αφιέρωμα στα Εφτάνησα, σσ. 168-176, αλλά κυρίως τη μονογραφία της Ερασμίας –
Λουίζας Σταυροπούλου, Παναγιώτης Πανάς
(1832-1896). Ένας ριζοσπάστης ρομαντικός, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1987.
Βλ.
εφ. Νέα Εποχή, Παράρτημα του φ. 20,
23-7-1858, έ.ελ.
Πράγματι,
από τη στιγμή εκείνη σταμάτησε κάθε αντιπαράθεση ανάμεσα στη Φωνή του Ιονίου και το Ρήγα. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η
συγκεκριμένη για το όλο ζήτημα τακτική, που ο Κ. Λομβάρδος εφάρμοσε, σε
συνδυασμό με τις γενικότερες στην Ιόνια Πολιτεία πολιτικές εξελίξεις τον
ενδυνάμωσαν, με αποτέλεσμα να βρεθούν σε αδυναμία οι Δ. Καλλίνικος και Γ. Βερύκιος,
και μετά από ένα χρόνο να αναγκαστούν να έρθουν σε συνεργασία με τον πρώτο για την έκδοση κοινής
εφημερίδας: έκλεισαν τον Ιούνιο του 1859 οι δυο εφημερίδες και συγχωνεύτηκαν σε
μία με τον τίτλο Φωνή του Ιονίου και
Ρήγας, με κυκλοφορία του πρώτου φύλλου στις 3-10-1859. Η συνεργασία,
βέβαια, υπήρξε προβληματική, καθώς ο Δ. Καλλίνικος, αγνός αγωνιστής, μετά από
ένα περίπου μήνα συνεργασίας αποχώρησε ουσιαστικά από τη σύνταξη της εφημερίδας
(Νοέμβριος του 1859), για να την εγκαταλείψει και τυπικά το Μάιο του 1860, ενώ
ο Γ. Βερύκιος θα τον ακολουθήσει με αρκετή καθυστέρηση, το Φεβρουάριο του 1863.
To 1859
εκδόθηκε στο Παρίσι το βιβλίο του François Lenormant
La Question Ionienne devant l’ Europe, το οποίο μεταφράστηκε την ίδια χρονιά στα ελληνικά από τον
«Επτανήσιο» [= Αναστάσιο Γαήτα]: Το Ιόνιον
ζήτημα ενώπιον της Ευρώπης, υπό Φρ. Λενορμάν, Μετάφρασις εκ του Γαλλικού
υπό *** Επτανησίου, εν Ζακύνθω 1859. Σημειώνουμε εδώ ότι ο Γάλλος συγγραφέας,
αρχαιολόγος στο επάγγελμα, σε ένα από τα πολλά ταξίδια του στην Ελλάδα πέρασε
και από τη Ζάκυνθο, όπου συναντήθηκε με τον Κ. Λομβάρδο, ο οποίος και τον
επηρέασε στο Επτανησιακό Ζήτημα, με αποτέλεσμα να μη γνωρίσει ο Fr. Lenormant τις
βασικές θέσεις του γνήσιου
ριζοσπαστισμού.
Η μελέτη της σύγκρουσης μεταξύ
ριζοσπαστών και ενωτιστών πρέπει να συνεχιστεί, μακριά όμως από αντιλήψεις και
ιδεολογήματα του τύπου: «παραχάραξη ή παραποίηση» του Ριζοσπαστισμού από τον Κ.
Λομβάρδο, «σχίσμα» της ηγεσίας ή και
«διάσπαση» του ριζοσπαστικού κινήματος, «εξομάλυνση αντιφάσεων και αντιθέσεων».
Αν η Ιστορία δεν ενσωματώνει αυτή καθεαυτή την πραγματικότητα μαζί με τις
υπερβάσεις και τις προσγειώσεις της, τους ηρωισμούς και τις προδοσίες επωνύμων
και «ανωνύμων», τις επιτυχίες και τις αποτυχίες κινήσεων και κινημάτων, τις
συγκρούσεις και τους συμβιβασμούς ατόμων και συλλογικοτήτων, τότε γίνεται
ψευδεπίγραφη. Η βαθύτερη έρευνα της σύγκρουσης μεταξύ ριζοσπαστών και ενωτιστών
πιστεύουμε ότι θα συμβάλει ακόμη διαυγέστερα στην κατανόηση των ιδεών και των
μηχανισμών εκείνης της εποχής, ενώ προσδοκούμε να φέρει στο φως νέα στοιχεία
για τη δομή, τη λειτουργία, την πολιτική και την τακτική του ριζοσπαστικού
κινήματος.